Είμαι 16...
Κι είναι Νοέμβριος...
Είμαι 16...
Κι είναι 1973...
Και γύρω είναι όλα λίγα, όλα είναι από λίγο... λίγο δικτατορία και λίγο δημοκρατία... λίγο φόβος και λίγο θάρρος... λίγο γνώση και λίγο άγνοια... λίγο πονηριά και λίγο αφέλεια... λίγο αποδοχή και λίγο αντίσταση...
Στο σπίτι, βλέπουμε τα μαυρόασπρα "Επίκαιρα", αλλά κολλάμε και το αυτί στο ραδιόφωνο το βράδυ για την Ελληνική ώρα της "Deutche Welle". Μη σου ξεφύγει πουθενά αυτό, μου λένε...
Ακούμε τα λαϊκά της εποχής στο ραδιόφωνο, αλλά πότε-πότε βγάζουμε από το ντουλάπι και το βινύλιο της "Ρωμιοσύνης" - το παίζουμε σιγανά, όμως, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται με την γειτονιά... Δεν είμαι σίγουρος γιατί, αλλά συμμορφώνομαι...
Είμαι 16...
Κι είναι Πέμπτη...
Απόγευμα είναι και κατεβαίνω στην Αθήνα με συμμαθητές, τον Ζαχαρία, τον Γιάννη, τον Θανάση - βόλτα στο κέντρο και κάποια στιγμή χωρίζουμε, πάει ο καθένας σπίτι του.
Έχω ακούσει πως κάτι γίνεται στο Πολυτεχνείο, φοιτητές μαζεμένοι και τέτοια... Δεν ξέρω ακριβώς, αλλά με τρώει η περιέργεια. Οι περισσότεροι μεγάλοι στον κύκλο μου κοιτάνε τον περισσότερο καιρό την δουλειά τους. Καμμιά φορά ανταλλάσσουν ματιές με νόημα, όταν γυρνάει η συζήτηση στα πολιτικά, αλλά ώς εκεί...
Παίρνω την Πατησίων και πλησιάζω στο Πολυτεχνείο.
Η κυκλοφορία έχει διακοπεί. Βλέπω λίγο κόσμο. Αστυνομία. Νεράτζια παντού. Φωνές. Συγκεχυμένες φωνές. Συνθήματα. Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία. Ένα-Ένα-Τέσσερα. Δεν καταλαβαίνω πολλά. Τι σημαίνουν ακριβώς; Αλλά τι σημασία έχει; Η στιγμή μ' έχει συνεπάρει. Μαγεύομαι. Μουσικές. Απ' αυτές που ακούμε στα κρυφά. Είναι όμορφα... Φεύγω... Δεν θυμάμαι τι ώρα, δεν θυμάμαι πώς... Αλλά θυμάμαι να λέω πως θα ξανάρθω...
Και ξαναπάω. Κι είναι τότε Παρασκευή. Το λέω μονάχα στον Δημήτρη, που έχει μηχανάκι, και μου λέει "Πάμε!" και πάμε... Πού πάμε; Δεν ξέρουμε. Δεν έχουμε κανέναν να το πούμε, κανέναν να ρωτήσουμε, κανέναν να μας πει. Πάμε, όμως. Γωνία Στουρνάρη και Πατησίων. Ο κόσμος περισσότερος απόψε. Κι η Αστυνομία περισσότερη. Και τα νεράτζια ολόγυρα περισσότερα. Τσαμπιά οι φοιτητές στα κάγκελα. Φωνές. Συνθήματα - τα ίδια συνθήματα. Μουσικές. Α, τι ωραίες αυτές οι μουσικές, είναι αλλιώς να τις ακούς δυνατά, είναι αλλιώς ν' ακούς και να βλέπεις κόσμο να τραγουδάει αυτά τα τραγούδια τα διαφορετικά. Δεν νοιώθεις πάντα πολλά από τα λόγια, αλλά, καθώς βλέπεις όλους αυτούς να τραγουδάνε μαζί με μια φωνή, καταλαβαίνεις πως κάτι σπουδαίο λένε οι στίχοι κι ας μη το πιάνεις τελείως, κι ας μη τα καταλαβαίνεις όλα...
Σάμπως κι από το "Μεγάλο μας Τσίρκο", πούδες το Καλοκαίρι, με την Καρέζη και τον Καζάκο, όλα τα κατάλαβες; Όχι, βέβαια, αλλά και τότε τόχες πιάσει στον αέρα ότι κάτι σπουδαίο γινόταν εκεί μπροστά σου, στην σκηνή, κάτι σημαντικό λεγόταν, κάτι πιο σημαντικό απ' αυτό πούλεγαν τα χείλη, απ' αυτό, που τραγουδούσε ο Ξυλούρης στα ολόμαυρα ντυμένος... Κι ανατρίχιαζες, δεν ήξερες ακριβώς γιατί αλλά, να, ανατρίχιαζες...
Είναι ωραία εδώ. Είναι κάπως... είναι σαν... ζεστά... Αυτό είναι: Σαν ζεστά, σαν αδελφικά, οικογενειακά. Σαν να τα ξέρεις όλ' αυτά τα παιδιά. Τα παιδιά στα κάγκελα και τα παιδιά πιο μέσα, στον κήπο. Σιλουέτες, σκιές. Όλα είναι σαν οικεία, σαν δικά σου, σαν από σένα και για σένα. Σαν καθαρά, ολοκάθαρα... μέχρι που γίνονται θολά, όλα γίνονται θολά.
Είμαι 16. Και δεν ξέρω απ' αυτά. Νοιώθω τον ηλεκτρισμό στην ατμόσφαιρα και τον νοιώθω να αυξάνεται, αλλά το πώς και το γιατί μου ξεφεύγει. Όλα γίνονται γρήγορα, άλλωστε, πολύ γρήγορα. Κι εκεί που βλέπω καθαρά, εκεί που ακούω καθαρά, γίνονται όλα θολά και συγκεχυμένα. Τα μάγουλά μου καίνε, τα μάτια μου καίνε, κάποιοι τρέχουν γύρω μας, δίπλα μας, κλαίω, τρέχουμε μαζί τους, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω προς τα πού , τρέχω μόνο, τρέχω με μάτια μισόκλειστα, μπαίνω στην στοά, είναι η στοά του "ΑΛΦΑ", το θέατρο του Ληναίου και της Φωτίου, τόσα έργα έχω δει εδώ, την ξέρω την στοά, το πλήθος με παίρνει μαζί του, μας παίρνει κι εμένα και τον φίλο μου, τα δάκρυα τρέχουν, βλέπω και δεν βλέπω, νοιώθω και δεν νοιώθω, απομακρυνόμαστε... Πώς ξεπλένεις τα δακρυγόνα; Πώς ξαναβλέπεις καθαρά; Πώς σταματάς να κλαις; Και πώς γυρνάς πίσω; Ξαναγυρνάς ποτέ; Ή φεύγεις;
Εγώ έφυγα... Ο Δημήτρης με πήγε πίσω στο σπίτι και μετά ξαναγύρισε, βοήθησε όσο μπορούσε, μετέφερε παιδιά με το μηχανάκι του στο Νοσοκομείο... Πέρα-δώθε όλο το βράδυ... αλλά την γλίτωσε...
Είμαι 16... αλλά είναι 1973.
Δεν είναι ακόμα 1983 και δεν σας γ..ώ τα Λύκεια.
Τότε είχαμε άλλες έγνοιες, άλλες αρχές κι άλλες προτεραιότητες...
Τώρα έχουν πια περάσει κοντά 40 χρόνια και το "Πολυτεχνείο" έχει περάσει στην σφαίρα του μύθου, όπως συμβαίνει πάντα με τις εξαιρετικές εκείνες ιστορικές στιγμές, που καλούνται εκ των υστέρων να ξεπλύνουν συλλογικά κρίματα και συλλογικές ενοχές.
Η αλήθεια είναι πως δεν υπήρξε μαζική αντίσταση του Ελληνικού λαού στο δκτατορικό καθεστώς. Αντίθετα, υπήρξε ίσως ακόμη και μια κάποια ανακούφιση τον πρώτο τουλάχιστον καιρό, καθώς οι πολιτικές αθλιότητες και ανεπάρκειες της αμέσως προηγούμενης περιόδου είχαν χτυπήσει κόκκινο - κι αυτό ας το συλλογισθούμε σαν καμπανάκι για το πού μπορεί να μας οδηγήσει και η τρέχουσα ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος. Όχι σε στρατιωτική δικτατορία - δύσκολο πια αυτό - αλλά σε καταστάσεις ακραίες, που μπορεί και να προετοιμάζονται.
Υπήρξαν, όμως, σ' όλη την διάρκεια της επταετίας αυθόρμητες, μη μαζικές, ατομικές και μη περιπτώσεις αντίστασης, δίχως κεντρική καθοδήγηση, οι οποίες έσωσαν την εθνική αξιοπρέπεια. Η πιο μαζική, πάντως, εκδήλωση ήταν το "Πολυτεχνείο", που ακολούθησε την μικρότερης εμβέλειας "Νομική". Και ήταν μια αυθόρμητη εκδήλωση αθώων παιδιών, που από αλλού ξεκίνησε και αλλού κατέληξε.
Πολλοί απ' όσους πήγαμε εκεί, νέα παιδιά ακόμη τότε, πότε περαστικοί, πότε από περιέργεια, πότε για να φωνάξουμε ή να τραγουδήσουμε κάτι από τα απαγορευμένα, δεν ξέραμε τι ακριβώς κάναμε, πού πηγαίναμε και γιατί, τι βλέπαμε, σε τι συμμετείχαμε και ποια δυναμική θα αποκτούσε.
Όμως πήγαμε και μετείχαμε και κάποιοι έτυχε και προλάβαμε να φύγουμε όσο ήταν νωρίς, άλλοι, δυστυχώς, όχι.
Δεν ήταν η εποποιία του Ελληνικού λαού το "Πολυτεχνείο", αλλά ήταν, ωστόσο, ένα έπος ποτισμένο στον λυρισμό, έπος βασισμένο στο συλλογικό θυμικό, έπος αθώων παιδιών, αυθόρμητο κι ανοργάνωτο, χωρίς σκοπιμότητες και ιδιοτέλειες. Έπος κάποιων πολύ συγκεκριμένων νέων, που, κατά σύμπτωση, ήταν ουσιαστικά άλλοι από αυτούς, που εμφανίσθηκαν για να δρέψουν τις δάφνες αργότερα! Γιατί ήταν κι είναι ακόμα άλλου είδους έπος, έπος επονείδιστο, η μετέπειτα
εκμετάλλευση του "Πολυτεχνείου" και πάσας αριστεροσύνης, η εξαργύρωσή του από κάποιους, που έκαναν καριέρα και χρήματα με μόνο εχέγγυο το πέρασμά τους από εκεί...