"Ἀνήκω σὲ µία χώρα µικρή...
Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν ἀγώνα τοῦ λαοῦ, τὴ θάλασσα καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου.
Εἶναι µικρὸς ὁ τόπος µας, ἀλλὰ ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καὶ τὸ πράγµα ποὺ τὴ χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι µᾶς παραδόθηκε χωρὶς διακοπή.
Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν ἔπαψε ποτὲ της νὰ µιλιέται. Δέχτηκε τὶς ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα χάσµα.
Ἄλλο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν ἀνθρωπιά, κανόνας της εἶναι ἡ δικαιοσύνη.
Στὴν ἀρχαία τραγωδία, τὴν ὀργανωµένη µὲ τόση ἀκρίβεια, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ξεπερνᾶ τὸ µέτρο, πρέπει νὰ τιµωρηθεῖ ἀπὸ τὶς Ἐρινύες.
Ὅσο γιὰ µένα, συγκινοῦµαι, παρατηρώντας πὼς ἡ συνείδηση τῆς δικαιοσύνης εἶχε τόσο πολὺ διαποτίσει τὴν ἑλληνικὴ ψυχή, ὥστε νὰ γίνει κανόνας τοῦ φυσικοῦ κόσµου.
Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς διδασκάλους µου, τῶν ἀρχῶν τοῦ περασµένου αἰώνα, γράφει: «… θὰ χαθοῦµε γιατί ἀδικήσαµε …».
Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀγράµµατος. Εἶχε µάθει νὰ γράφει στὰ τριάντα πέντε χρόνια τῆς ἡλικίας του. Ἀλλὰ στὴν Ἑλλάδα τῶν ἡµερῶν µας, ἡ προφορικὴ παράδοση πηγαίνει µακριὰ στὰ περασµένα ὅσο καὶ ἡ γραπτή. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ποίηση.
Εἶναι γιὰ µένα σηµαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σουηδία θέλησε νὰ τιµήσει καὶ τούτη τὴν ποίηση καὶ ὅλη τὴν ποίηση γενικά, ἀκόµη καὶ ὅταν ἀναβρύζει ἀνάµεσα σ’ ἕνα λαὸ περιορισµένο.
Γιατί πιστεύω πὼς τοῦτος ὁ σύγχρονος κόσµος, ὅπου ζοῦµε, ὁ τυρρανισµένος ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνησυχία, τὴ χρειάζεται τὴν ποίηση. Ἡ ποίηση ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα – καὶ τί θὰ γινόµασταν ἂν ἡ πνοή µας λιγόστευε;
Εἶναι µία πράξη ἐµπιστοσύνης – κι ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει ἂν τὰ δεινά µας δὲν τὰ χρωστᾶµε στὴ στέρηση ἐµπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τὸν περασµένο χρόνο γύρω ἀπὸ τοῦτο τὸ τραπέζι, τὴν πολὺ µεγάλη διαφορὰ ἀνάµεσα στὶς ἀνακαλύψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήµης καὶ στὴ λογοτεχνία. Παρατήρησαν πὼς ἀνάµεσα σ’ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ δράµα καὶ ἕνα σηµερινό, ἡ διαφορὰ εἶναι λίγη. Ναί, ἡ συµπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου δὲ µοιάζει νὰ ἔχει ἀλλάξει βασικά. Καὶ πρέπει νὰ προσθέσω πὼς νιώθει πάντα τὴν ἀνάγκη ν’ ἀκούσει τούτη τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ ποὺ ὀνοµάζουµε ποίηση. Αὐτὴ ἡ φωνὴ ποὺ κινδυνεύει νὰ σβήσει κάθε στιγµὴ ἀπὸ στέρηση ἀγάπης καὶ ὁλοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγηµένη, ξέρει ποὺ νὰ ’βρει καταφύγιο, ἀπαρνηµένη, ἔχει τὸ ἔνστικτο νὰ πάει νὰ ριζώσει στοὺς πιὸ ἀπροσδόκητους τόπους. Γι’ αὐτὴ δὲν ὑπάρχουν µεγάλα καὶ µικρὰ µέρη τοῦ κόσµου. Τὸ βασίλειό της εἶναι στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς. Ἔχει τὴ χάρη ν’ ἀποφεύγει πάντα τὴ συνήθεια, αὐτὴ τὴ βιοµηχανία.
Χρωστῶ τὴν εὐγνωµοσύνη µου στὴ Σουηδικὴ Ἀκαδηµία, ποὺ ἔνιωσε αὐτὰ τὰ πράγµατα, ποὺ ἔνιωσε πὼς οἱ γλῶσσες, οἱ λεγόµενες περιορισµένης χρήσης, δὲν πρέπει νὰ καταντοῦν φράχτες, ὅπου πνίγεται ὁ παλµὸς τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ποὺ ἔγινε ἕνας Ἄρειος Πάγος ἱκανός νὰ κρίνει µὲ ἀλήθεια ἐπίσηµη τὴν ἄδικη µοίρα τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ θυµηθῶ τὸν Σέλλεϋ, τὸν ἐµπνευστή, καθώς µᾶς λένε, τοῦ Ἀλφρέδου Νοµπέλ, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ µπόρεσε νὰ ἐξαγοράσει τὴν ἀναπόφευκτη βία µὲ τὴ µεγαλωσύνη τῆς καρδιᾶς του.
Σ’ αὐτὸ τὸν κόσµο, ποὺ ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας µας χρειάζεται ὅλους τούς ἄλλους. Πρέπει ν’ ἀναζητήσουµε τὸν ἄνθρωπο, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται.
Ὅταν στὸ δρόµο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τὴ Σφίγγα, κι αὐτὴ τοῦ ἔθεσε τὸ αἴνιγµά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄνθρωπος. Τούτη ἡ ἁπλὴ λέξη χάλασε τὸ τέρας. Ἔχουµε πολλὰ τέρατα νὰ καταστρέψουµε. Ἂς συλλογιστοῦµε τὴν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα..."
Τούτες τις μέρες τις άχαρες, άχαρες για την χώρα και τον κόσμο όλο... τούτες τις μέρες, που η ντροπή περισσεύει για τον κόσμο, που φτιάξαμε, έπειτα από τόσους αιώνες συνεχούς εσωτερικής εξέλιξης και τεχνολογικής ανάπτυξης ... τούτες τις μέρες, που η ίδια μας η κοινή πατρίδα καταδικάζει μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας στο περιθώριο, ακολουθώντας λογικές ξένες προς την υπόστασή της και τον ρόλο που έπαιξε στην ανθρώπινη ιστορία, ας θυμηθούμε την ομιλία του Γιώργου Σεφέρη στην τελετή παραλαβής του Βραβείου Νομπέλ για την Λογοτεχνία.
Ήταν 11 Δεκεμβρίου του 1963 και είναι σαν να εκφωνήθηκε χθες.
Γιατί είναι τέτοιος ο λόγος των μεγάλων ποιητών, που δεν γερνάει
Δεν ρυτιδιάζει ούτε η γλώσσα τους ούτε τα νοήματά της με τον χρόνο
Ισχύει ο λόγος τους με έναν τρόπο δικό του, μοναδικό - όχι, δηλαδή, επειδή τάχα είναι έξω από τον χρόνο, αλλά, αντίθετα, επειδή είναι μέσα στον χρόνο, τον χρόνο εκείνο τον άπαντα, που ορίζει τους ανθρώπους όλους, πέρα από τόπους, συνθήκες και στιγμές στην ιστορία.
Ας θυμηθούμε, λοιπόν, την ομιλία του Γιώργου Σεφέρη κι ας την θυμίσουμε κιόλας.
Ας την τυπώσει η Ελληνική Πολιτεία κι ας την στείλει απανταχού της γης, μήπως κι οι μοιραίοι προεστοί, που βλέπουν να πληθαίνουν τα ερείπια μπροστά τους, συνειδητοποιήσουν ότι ούτε παγκόσμια ούτε τοπική διακυβέρνηση είναι δυνατόν να στεριώσει και να αποδώσει, όσο απομακρύνεται από τον άνθρωπο - γιατί μόνο περί αυτόν νοείται ο κόσμος μας, γι' αυτόν και μόνο γι' αυτόν και για την εξέλιξή του φτιάχτηκε...