Είναι πάρα πολύ εύκολο, καθώς "πέφτω" εγώ, καθώς "πέφτεις" κι εσύ, καθώς "πέφτουμε" όλοι μας, να γυρνάμε το κεφάλι και να βλέπουμε άλλους, που "πέφτουν" από πιο ψηλά, που σκάνε στο έδαφος με κρότο μεγαλύτερο και γίνονται κομμάτια μαζί τους οι επιχειρήσεις, τα μαγαζιά, οι γυναίκες κι οι έρωτες, οι οικογένειες τους, οι εργαζόμενοι κι οι συνεργάτες τους... Ναι, είναι συχνά ανακουφιστικό, ηδονικό ίσως κιόλας - αλλά, στο βάθος, το ξέρουμε πως είναι αυτή μια ανακούφιση κούφια, που κανένα πρόβλημα, ούτε δικό μας ούτε γενικό, δεν λύνει, μια "ηδονή", που για όσους τέλος πάντων, την νοιώθουν δεν κρατάει παρά όσο κι ένα μικρό, πικρό, χαμόγελο.
Η περίπτωση του Πέτρου Κωστόπουλου απεικόνισε στην ακμή της το zeitgeist και τους τρόπους της ευδαιμονίας του '80 και του '90. Μιας ευδαιμονίας, η οποία δεν προέκυπτε ως αντίκρυσμα συλλογικής δημιουργικότητας και παραγωγικότητας - απλώς προέκυπτε... Δωρεάν! Περισσότερο, δηλαδή, από τα δανεικά, όπως με επώδυνο τρόπο μαθαίνουμε όλοι σήμερα, και λίγο από την φαντασία και τα απωθημένα μας. Κάπως, δηλαδή, σαν τις συντάξεις και τις αυξήσεις, που γενναιόδωρα μοίραζαν οι Κυβερνήσεις της εποχής και που ήταν ώς κάποιον βαθμό απόδοση χρόνια οφειλόμενης κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά, επειδή δεν συνδέονταν με κάποιου είδους αντιπαροχή από τους ωφελούμενους, μιαν αύξηση της παραγωγικότητας, ας πούμε, ή μιαν ένταση εργασίας, μας κακόμαθαν, αρχικά, και μας βαρυστομάχιασαν, τελικά, σε βαθμό δηλητηρίασης. Καραμέλλες με τις χούφτες σε μικρά παιδιά...
Μπορεί να έχω κι εγώ, όπως κι όλοι, πολλές αντιρρήσεις για τον Τύπο του είδους lifestyle, για την πορεία και τους σταθμούς του Πέτρου Κωστόπουλου. Ωστόσο, έχω και κάποια να του πιστώσω: έφερε νέο αέρα στα περιοδικά, που είχαν βαλτώσει μεταξύ "ΓΥΝΑΙΚΑΣ" και "ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ", άλλαξε την θεματολογία, φρέσκαρε την γραφή, έθεσε ψηλά τον πήχυ της εικονογράφησης με φωτογραφήσεις, που αναδείξανε την έννοια του ενιαίου concept και καλλιέργησαν το αισθητήριό μας. Αργότερα ακολούθησαν κι άλλοι στα χνάρια του, που μπορεί να τα έκαναν και καλύτερα όλα αυτά. Σ'αυτόν, όμως, πιστώνεται η πρωτιά εκείνη, που μας γνώρισε νέους γραφιάδες και φωτογράφους. Υπήρξε εποχή που το εκτεταμένο μηνιαίο editorial - ειδικά στο ΚΛΙΚ, λιγότερο στο ΝΙΤRΟ - αποτύπωνε με αρκετή ακρίβεια τα γεγονότα και τις τάσεις του μήνα. Το κακό είναι ότι αυτή η επιτυχία του κ. Κωστόπουλου και πολλών συνεργατών του έγινε σιγά-σιγά μανιέρα, που στόμωσε. Οι άνθρωποι έχασαν το αισθητήριό τους και τον παλμό της κοινωνίας ή, έστω, της νεολαίας. Μεγάλωσαν στην ηλικία, πέρασαν σε άλλα επίπεδα κοινωνικών επαφών, απλώθηκαν ως συγκρότημα και τότε έπαψαν να ανανεώνουν τον τρόπο γραφής και την θεματολογία, ενώ ήδη το περιβάλλον γύρω τους άλλαζε σταδιακά, στην αρχή, ραγδαία αργότερα.
Πριν από λίγα χρόνια είχα εκφράσει σε φίλη με εμπειρία στον χώρο την απογοήτευσή μου από το γεγονός αυτής της έλλειψης ανανέωσης ύλης και προσέγγισης. Θυμάμαι ότι μου είχε αντιτείνει πως δεν έφταιγαν τα περιοδικά του είδους, αλλά το ότι ετγώ είχα στο μεταξύ μεγαλώσει και απομακρυνθεί από την θεματολογία τους. Το είχα δεχθεί, αν και μέσα μου διατηρούσας αμφιβολίες. Έτσι κι αλλιώς, το θέμα δεν με αφορούσε ιδιαίτερα, αφού είχα πάψει από χρόνια να τα αγοράζω. Φαίνεται, όμως, ότι είχα μάλλον δίκιο. Ο κόσμος άλλαζε, αναζητούσε διαφορετικά πράγματα, έψαχνε να απολαύσει και να εκφρασθεί μέσα από τα πιο καθημερινά, τα πιο κοντινά και δικά του, τα πιο φθηνά, τα πιο ανθεκτικά. Και στον δικό μου μικρόκοσμο, οι κόρες μου κι οι παρέες τους δεν καταδέχονταν ούτε να φυλλομετρήσουν τον Τύπο του lifestyle. Το Διαδίκτυο τους πρόσφερε και τους προσφέρει άμεσα και δωρεάν έναν πολύ πλουσιότερο κόσμο, φέρνει στο ίδιο τους το δωμάτιο λαμπερά αστέρια μεγαλύτερου διαμετρήματος από τα μιας χρήσης και μισής σαιζόν σταρλετάκια της εγχώριας περιορισμένης παραγωγής.
Η καταβαράθρωση του κ. Κωστόπουλου μπορεί να ικανοποιεί τους ανταγωνιστές και τους εχθρούς του, όπως μπορεί και να δικαιώνει κι όσους έβλεπαν με επιφυλακτικότητα την μετεωρική του άνοδο ή έκριναν αρνητικά το κοινωνικό μοντέλο του νέου από την επαρχία, που συγχνωτίσθηκε με το ΑνδρεοΠαπανδρεϊκό πολιτικό σύστημα, προσεταιρίσθηκε και, κατόπιν, πλαγιοκόπησε παραδοσιακούς εκδότες και κατέληξε να πνιγεί στους καπνούς των Cohiba και στις εξατμίσεις των Harley Davidson. Η άκριτη δαιμονοποίησή του σήμερα, όμως, δεν προσφέρει καμμία υπηρεσία, αλλά συσκοτίζει τα πράγματα. Ο Πέτρος Κωστόπουλος δεν "διέφθειρε" ούτε την χώρα ούτε το πολιτικό σύστημα. Πιο πολύ αντικατόπτρισε την "διαφθορά" αυτή, την απεικόνισε με πολλά χρώματα σε χαρτί ιλουστρασιόν, την εμπορεύθηκε αποτελεσματικά - αλλά ώς εκεί. Ούτε την εμπνεύσθηκε ούτε την γέννησε. Δεν εφηύρε καν το lifestyle και τα περιοδικά του είδους. Τα είδε να κρέμονται στα κιόσκια της Ευρώπης και της Αμερικής και τα εισήγαγε στην Ελλάδα, σε χρόνο ώριμο και πριν από όλους τους άλλους. Το πρόβλημα είναι πως, δυστυχώς για μας, τους υπόλοιπους, τα συστήματα είναι πολύ ανθεκτικά και ξέρουν να επιβιώνουν, αλλάζοντας ρούχα, αλλάζοντας προφίλ, αλλάζοντας τροπάριο - και τρώγοντας πού και πού κανένα από τα παιδιά τους δημοσίως στην αρένα, προς τέρψιν των θεατών. Στο βάθος, όμως, στα παρασκήνια και στις κουΐντες, παραμένουν απελπιστικά ίδια, απελπιστιικά αλώβητα - και καλό είναι να το θυμόμαστε αυτό, καθώς πετάνε τον κ. Κωστόπουλο στο κέντρο της αρένας, μήπως και μας θαμπώσουν, μήπως και ξεχάσουμε ότι στο τέλος της μέρας το κυρίως πιάτο θα είμαστε εμείς.