Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

"ΙΝΤΡΙΓΚΑ ΣΤΟ ΙΟΝΙΟ" - Μια κριτική ματιά στον Τζίμμυ Κορίνη και στο έργο του



Ο Τζίμμυ Κορίνης δεν χρειάζεται συστάσεις - όχι στους πιστούς της Αστυνομικής Λογοτεχνίας και ακόμη πιο σίγουρα όχι σε εκείνους, που έζησαν την εφηβεία και την  μετεφηβεία στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες του 50, του 60, του 70.  Τόσο ο ίδιος όσο και πολλοί άλλοι έχουν μιλήσει για τον ρόλο του στην καλλιέργεια και στην διάδοση της Αστυνομικής Λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Πρωτότυπα έργα, μεταφράσεις, διασκευές και φυσικά η συμμετοχή του σε εκδοτικά εγχειρήματα ευρείας απήχησης, όπως τα περιοδικά ΜΑΣΚΑ και ΜΥΣΤΗΡΙΟ, αποτελούν ακέραιο κομμάτι της ιστορίας αυτού του λογοτεχνικού είδους στην χώρα μας και καταδεικνύουν, πέρα από κάθε αμφισβήτηση.
Ανήκω σε αυτούς, που αναγνωρίζουν την μεγάλη σημασία, που είχε - ειδικά εκείνη την εποχή και σε εκείνες τις ηλικίες – η λεγόμενη «παραλογοτεχνία», η οποία μόνο παρακατιανή δεν ήταν. Όπως είχα γράψει αναλυτικά στην αμέσως προηγούμενη ανάρτηση του blog, θεωρώ ότι το Ελληνικό pulp fiction για παιδιά και νέους ενήλικες  διαμόρφωσε, στον βαθμό που του αναλογούσε, συνειδήσεις και χαρακτήρες. Και πριν πάρει την δικαιωματική του θέση πρώτη σειρά στην νοσταλγία, εξοικείωσε γενιές και γενιές με την δημιουργική γραφή.  Αυτή την τέχνη της δημιουργικής γραφής ουδέποτε άφησε πίσω του ο Τζίμμυ Κορίνης, όσο κι αν πέρασε αργότερα και από τον κινηματογράφο ή την τηλεόραση. Τα «πολποπεριοδικά», μέσα από τα οποία τον πρωτογνωρίσαμε, μπορεί να ολοκλήρωσαν τον κύκλο τους, αλλά ο ίδιος, ακμαίος και αειθαλής, εξακολουθεί να γράφει και να μας ψυχαγωγεί, υπηρετώντας πάντα το είδος, στο οποίο από την αρχή τάχθηκε.  


Κι αυτό μας φέρνει στο τελευταίο πνευματικό του τέκνο, την «ΙΝΤΡΙΓΚΑ ΣΤΟ ΙΟΝΙΟ», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις «ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ» και  εκτείνεται σε  450 σελίδες, που διαβάζονται σχεδόν απνευστί και με απόλαυση από τους πιστούς.  



Με βάση το συγκεκριμένο αυτό μυθιστόρημα, θα επιχειρήσω να επισημάνω ορισμένα χαρακτηριστικά του Κορίνη, που απαντώνται εδώ και μπορούν ίσως να εξηγήσουν και την γενικότερη διαχρονικότητα της παρουσίας του στο σύμπαν της Ελληνικής Αστυνομικής Λογοτεχνίας.

Ι. Γραφή και τεχνική
Η μακρά θητεία του Κορίνη στα περιοδικά με την αναγκαστικά περιορισμένη έκταση τον οδήγησε προφανώς σε ένα ιδίωμα γραφής, που να ταιριάζει στην φόρμα του διηγήματος και της νουβέλας. Έχω την εντύπωση ότι η γραφή αυτή  ξεσηκώνει στοιχεία και από τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, τα σενάρια  - είδη, που δεν είναι ούτε αυτά ξένα στον Κορίνη – και μπορεί να δώσει σπουδαία αποτελέσματα στην περίπτωση του αστυνομικού μυθιστορήματος. Κι αυτό γιατί χαρακτηρίζεται από γοργό ύφος και από επικέντρωση στα πιο καίρια και κρίσιμα στοιχεία των χαρακτήρων, των χώρων, των καταστάσεων και της όλης δράσης. Αν έχω δίκιο,  ο συγγραφέας συνειδητά δεν πλατειάζει ποτέ και πουθενά. Οι περιγραφές του δεν είναι και δεν χρειάζεται να είναι λεπτομερέστερες από όσο είναι απολύτως απαραίτητο για την δομή και την εξέλιξη της πλοκής ή για την πειστική τοποθέτηση και κίνηση των ηρώων στο πλαίσιο. Μπορεί να μοιάζει και να ακούγεται απλό αυτό, αλλά δεν είναι καθόλου μα καθόλου απλό. Γιατί, για τον συγγραφέα,  το στοίχημα εν προκειμένω είναι πως οφείλει να πατάει στέρεα πάνω στο μέτρο, ώστε, παρά την οικονομία λόγου, να περνάει  στον αναγνώστη πληροφορίες  για τους χαρακτήρες των ηρώων του και το ψυχογράφημά τους.
Στις πρώτες περίπου 90 σελίδες της «ΙΝΤΡΙΓΚΑΣ» ο Κορίνης στήνει για χάρη μας την βασική πλοκή, το ζητούμενο των «κακών» και των «καλών» του έργου, την «εκκρεμότητα», που θα πρέπει να διευθετηθεί, μέσα από τις πράξεις και τιος συγκρούσεις του μυθιστορήματος. Στο πρώτο αυτό μέρος, η γραφή, γοργή, παρακολουθεί μια δράση καταιγιστική, που εκτυλίσσεται σε εναλλασσόμενα σκηνικά με πολυάριθμους πρωταγωνιστές, αλλά ο Κορίνης κατορθώνει με μαεστρία να σφηνώσει τα στοιχεία, που χρειαζόμαστε για να διαμορφώσουμε εικόνα για τους ήρωες, την ψυχολογία τους, τα κίνητρά τους. 
Ωστόσο, οι «κακοί», που παρελαύνουν σχεδόν αποκλειστικά στις σελίδες αυτές, δεν αρκούν, φυσικά, για να κρατήσουν ισχυρή την έλξη του αναγνώστη. Ο Κορίνης το γνωρίζει και γι’ αυτό με μια τεχνική, που θα την χαρακτήριζα σεναριογραφική, περνάει εν συνεχεία στο κύριο μέρος, εισάγοντας δυναμικά στην πλοκή εκείνους τους χαρακτήρες, με τους οποίους θα ταυτισθεί συναισθηματικά ο αναγνώστης, τους καλούς και τους αθώους. Αυτοί, με τις δικές τους εκκρεμότητες, θα του γεννήσουν θετικά συναισθήματα, θα τον προσελκύσουν στον μικρόκοσμό τους και στους τρόπους τους, θα τον βάλουν στην διαδικασία να αρχίσει να συμπάσχει μαζί τους, να υποφέρει, να αγωνιά, να παίρνει το μέρος τους, να περιμένει να τους δει να επικρατούν, να επιτυγχάνουν τους στόχους τους.

II. Η γλώσσα
Ιδιαίτερη μνεία, νομίζω, χρειάζεται να γίνει στην γλώσσα του Τζίμμυ Κορίνη. Ο Κορίνης χρησιμοποιεί μια στρωτή γλώσσα, αυτήν, που παλιά ονομάζαμε καθομιλουμένη και που είναι αναμφίβολα μια γλώσσα δοκιμασμένη και ζωντανή. Καθιερωμένη ως γλώσσα των αστών, με δάνεια από την δημοτική και μιαν ελαφρά καθαρεύουσα, δεν θα μπορούσε παρά να είναι και η γλώσσα ενός αστού συγγραφέα, που συνειδητά αποφεύγει τις λεκτικές και φραστικές ακρότητες και που κινεί τους ήρωές του σε αστικά, κατά κύριο λόγο, περιβάλλοντα. Κι αν ο Κορίνης βάζει την ίδια αυτή γλώσσα ακόμη και στο στόμα  εκείνων των χαρακτήρων, που κινούνται στον υπόκοσμο ή στις παρυφές του, θεωρώ ότι το κάνει όχι μόνον γιατί και οι κακοί του είναι ή θέλουν να περνιούνται για αστοί και καθώς πρέπει, αλλά και γιατί έχει επίγνωση του ότι έχει παρέλθει η εποχή που οι κακοί μπορεί να ήταν αμόρφωτοι ή μάγκες, η εποχή που μπορεί να χρειαζόμασταν λεξικό για να τους καταλάβουμε. Σε κάθε περίπτωση, η καθομιλουμένη, που διατρέχει ολόκληρη την «ΙΝΤΡΙΓΚΑ», περιγραφές και διαλόγους, εξασφαλίζει μια φυσικότητα στο μυθιστόρημα, το κάνει να ρέει με μιαν αδιάκοπη ζωντάνια.

ΙΙΙ. Οι ήρωες της «ΙΝΤΡΙΓΚΑΣ»
Ο Κορίνης γνωρίζει, επίσης, ότι η πλοκή θα γίνει τόσο πιο πιστευτή όσο πιο ξεκάθαρη μας κάνει την ψυχολογία των ηρώων του. Από την άποψη αυτή, δεν παραβλέπει κανέναν, ούτε καλό ούτε κακό. Και σε κανέναν δεν υπερβάλλει. Καλοί και κακοί μπορεί να είναι έξυπνοι, συμφεροντολόγοι, εγωιστές, αδίστακτοι, αλλά κάνουν και λάθη. Αυτό είναι αναμενόμενο. Το ενδιαφέρον, όμως, στην περίπτωση αυτή είναι ότι ο Κορίνης δεν στέκεται και δεν αρκείται στο να μας περιγράφει εξωτερικά τα πρόσωπα και την δράση τους. Οι ήρωες του Κορίνη έχουν, βεβαίως, και εσωτερικό κόσμο, έχουν και τρέφουν  συναισθήματα, που ο συγγραφέας μπαίνει στον κόπο να μας τα δείξει, καθώς πολύ συχνά αυτά είναι υπεύθυνα για τις πράξεις και τις κρίσεις τους και, μάλιστα, για τις εσφαλμένες! Πολύ συχνά, αυτά αποτελούν το βασικό τους κίνητρο, πολύ συχνά αποδεικνύονται μοιραία! Δεν είναι υπερήρωες και υπεράνθρωποι οι ήρωες της «ΙΝΤΡΙΓΚΑΣ», δεν είναι γενικώς «υπεράνω», δεν είναι καν αποκλειστικά «καλοί» ή αποκλειστικά «κακοί». Κάθε άλλο… Έχουν αδύνατα σημεία, έχουν και ευαισθησίες, όσο κι αν ζουν και κινούνται σε εξόχως κυνικό, συμφεροντολογικό, αμείλικτο, περιβάλλον  Γι’ αυτό και είναι πειστικοί. Ειδικά οι μικροκακοποιοί της «ΙΝΤΡΙΓΚΑΣ», τα «τσιράκια» των αφεντικών, παρά τον μικρό τους ρόλο, παρουσιάζονται με γλαφυρότητα τέτοια, ώστε είναι σαν να τους βλέπεις μπροστά σου, να περιφέρονται στην Τρούμπα, στο λιμάνι, σε μιαν οποιαδήποτε αμφιλεγόμενη ή κακόφημη γειτονιά.    
       
ΙV. Οι γυναίκες
Συνήθως, οι ήρωες των αστυνομικών μυθιστορημάτων είναι άνδρες, αρσενικοί, με την κλασική έως και σεξιστική έννοια του όρου. Η «ΙΝΤΡΙΓΚΑ» δεν αποτελεί εξαίρεση. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Κορίνης επιφυλάσσει ρόλους στο μυθιστόρημά του για τέσσερις γυναίκες. Οι δύο είναι ρόλοι σχεδόν πρωταγωνιστικοί, ενώ οι άλλοι δύο πιο περιφερειακοί, αλλά επίσης καταλυτικοί για την εξέλιξη της πλοκής. Τα συναισθήματα, που τρέφουν, αφ’ ενός, ο πρωταγωνιστής Άρης Παυλίδης και, αφ’ ετέρου, ο κύριος αντίπαλός του Λαρέντος, για τις αντίστοιχες γυναίκες της «ΙΝΤΡΙΓΚΑΣ», αναδεικνύονται από τον Κορίνη σε παράγοντες της ιστορίας, που μας περιγράφει, σε κινητήριες δυνάμεις στις πιο κρίσιμες στιγμές. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι ο συγγραφέας δεν μένει σε μιαν επιφανειακή παρουσίαση των γυναικών του. Οι γυναίκες της «ΙΝΤΡΙΓΚΑΣ» δεν είναι μονοδιάστατες, χάρτινες φιγούρες, ωραίες και μοιραίες. Διαθέτουν χαρακτήρα, έχουν παρελθόν, αν και όχι πάντα μέλλον, έχουν ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο, στον οποίο σημειώνονται διαρκώς και ακατάπαυστα ουκ ολίγες συγκρούσεις. Συγκρούσεις, που ο Κορίνης κατορθώνει να μας περιγράψει στο χαρτί με έναν τρόπο, που δείχνει κατανόηση για το συχνά ανεξήγητο φαινόμενο της γυναικείας προσωπικότητας, που δείχνει ενδιαφέρον για το γυναικείο και διόλου αδύναμο φύλο, που δείχνει παρατηρητικότητα και διεισδυτικότητα.  Η "ΙΝΤΡΙΓΚΑ" βρίθει παραδειγμάτων, που υποδεικνύουν ότι ο Κορίνης δεν μοιράζει διακοσμητικούς ρόλους στις γυναίκες του. Αντίθετα, τις τοποθετεί στην πλοκή με όλα τους τα χαρακτηριστικά, τις κινήσεις και τις εκφράσεις, που αντιστοιχούν στο ψυχογράφημα, που έχει συλλάβει για χάρη τους. Διαθέτει τον τρόπο να τις ζωντανεύει και μάλλον αυτός ο τρόπος χρωστάει πολλά σε μια συστηματική παρατήρηση του γυναικείου φύλου και των αντιδράσεών του σε διάφορες καταστάσεις. Θα σταθώ σε μια και μόνη, αλλά πολύ χαρακτηριστική φράση, που απαντάται στην σελίδα 127 της "ΙΝΤΡΙΓΚΑΣ" και δείχνει τι εννοώ. Όταν διασταυρώνονται στον ίδιο χώρο δύο από τις γυναίκες του μυθιστορήματός του, γράφει ο Κορίνης: "Καθώς την κοίταζε η Μπασδέκη με την περιφρόνηση της μιας όμορφης γυναίκας προς την άλλη...".  Εδώ, ο άνδρας αναγνώστης θα συγκατανεύσει. Και θα χαμογελάσει σαρδόνια.  Η γυναίκα αναγνώστρια, βέβαια – και μάλιστα η όμορφη γυναίκα -  δεν ξέρω πώς θα αντιδράσει!!!


Σε τελική ανάλυση, η «ΙΝΤΡΙΓΚΑ» του Τζίμμυ Κορίνη είναι γραμμένη με τον γνωστό αριστοτεχνικό τρόπο ενός συγγραφέα, που έχει εντρυφήσει σε όλες τις πτυχές της Αστυνομικής Λογοτεχνίας, από τα μυθιστορήματα και τις νουβέλες ώς το pulp fiction και έχει παρακολουθήσει την μετεξέλιξή της στον χρόνο και την μεταφορά του γραπτού λόγου σε άλλα μέσα, όπως  ο κινηματογράφος και η τηλεόραση. Αυτό, που κυρίως αφορά, όμως, εμάς ως Έλληνες αναγνώστες είναι ότι αποδεδειγμένα μπορεί να μεταφέρει πειστικά στην Ελληνική πραγματικότητα  όσα τον έχει διδάξει η μελέτη και η πολύχρονη εμπειρία του.

Αν, λοιπόν,  θάπρεπε να χαρακτηρίσω τον Τζίμμυ Κορίνη με μία και μόνο φράση, δεν μού έρχεται άλλη αυθόρμητα στον νου παρά η γνωστή φράση του σπουδαίου συγγραφέα και ανταποκριτή στο μεσοπολεμικό Βερολίνο Christopher Isherwood (1904-1986), που περιέχεται στο δημοφιλέστερο και γνωστότερο έργο του, το “Berlin Diaries”: I am a camera with its shutter open, quite passive, recording, not thinking.”. O συγγραφέας Τζίμμυ Κορίνης μοιάζει να κάνει αυτό ακριβώς, είναι μια κάμερα εν λειτουργία από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα, που καταγράφει με κινηματογραφικό τρόπο ανθρώπους, τόπους, καταστάσεις, δράσεις. Αλλά δεν το κάνει απολύτως ουδέτερα ή παθητικά. Ευτυχώς για μας, εδώ κι εκεί παρεισφρύουν κοινωνικά σχόλια, πνευματώδεις παρατηρήσεις, χιούμορ – πράγματα, δηλαδή, που κάνουν την «ΙΝΤΡΙΓΚΑ» όχι μόνο απολαυστική, αλλά και αιχμηρή τόσο όσο να αξίζει μια θέση στα διαβάσματά μας.       





         
 
GreekBloggers.com