Την γενική ευθύνη έχει μία Oμάδα ατόμων, που τρέχει την καμπάνια με την επωνυμία ή υπό το σύνθημα "RESPECT LIFE", για την οποία δεν βρήκα τίποτε σχετικό στο Διαδίκτυο. Το "RESPECT LIFE" ως σύνθημα εμφανίζεται διεθνώς συνδεδεμένο με ποικίλους Φορείς και Οργανώσεις που σχετίζονται με την Εκκλησία ή την χορτοφαγία ή τον αγώνα κατά των εκτρώσεων κ.λπ. - αλλά η Ελληνική αυτή καμπάνια δεν έχει σχέση με αυτά.
Η ταινία πραγματεύεται την αντίδραση ενός εφήβου, ο οποίος κάνει βόλτα την αδελφή του σε αναπηρικό αμαξίδιο, στην πόλη των Χανίων, όπου συναντά ανυπέρβλητα εμπόδια - κατάσταση απαράδεκτη όσο και οικεία στην πλειονότητα των ελληνικών αστικών κέντρων. Έπειτα από ένα ατύχημα, που οφείλεται στα εμπόδια αυτά και έχει ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό της αδελφής του, ο νεαρός καταλαμβάνεται από επιθετική μανία και βανδαλίζει τον δρόμο των Χανίων, όπου συνάντησε τα εμπόδια, με συνέπεια να καταλήξει στις Φυλακές Χανίων.
Η εφηβική αυτή αντίδραση είναι σε ένα πρώτο επίπεδο ευεξήγητη και κατανοητή, αλλά δεν παύει να είναι προβληματική, στον βαθμό, που οφείλεται σε ένα ανεξέλεγκτο θυμικό και αποτελεί εκδήλωση ακραίας βίας. Οι Δημοτικές και Αστυνομικές Αρχές απουσιάζουν, μέχρι την τελική φάση των σκηνών στις Φυλακές, και ούτε ο νεαρός ούτε άλλος κανένας τις καλεί να επιληφθούν. Αντίθετα, ο πρωταγωνιστής επιλέγει την άμεση αυτοδικία και ακολουθεί μια πολύ έντονα και εντυπωσιακά κινηματογραφημένη σειρά πλάνων απωθητικής βίας.
Συνολικά, η ταινία είναι εξαιρετικά δυνατή, όπως θα περίμενε κανείς από έναν δοκιμασμένο σκηνοθέτη της κλάσεως του κ. Παπαδουλάκη. Πειστική υποκριτική, γρήγορο και αποτελεσματικό μοντάζ, άρτια παραγωγή - αλλά η ισορροπία χάνεται και το τελικό μήνυμα θολώνει, παρά τις καλές προθέσεις. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι ναι μεν αυτή η έκρηξη βίας έχει ως αποτέλεσμα την τιμωρία και την κατάληξη του νεαρού στις Φυλακές, αλλά οι σκηνές, που έχουν προηγηθεί έιναι τόσο έντονες και συναισθηματικά φορτισμένες, ώστε η ποινική αξιολόγηση και τα πολύ σύντομα πλάνα στις Φυλακές να περνούν σχεδόν απαρατήρητα από τον μέσο θεατή, χάνονται. Χαρακτηριστικό είναι ότι η πλειονότητα των σχολίων και των αντιδράσεων κατατείνουν σε δικαιολόγηση των ενεργειών του νεαρού. Τα σχόλια προβληματισμού του τύπου "Ναι μεν έχει δίκιο, αλλά δεν έπρεπε να φτάσει στα άκρα" λείπουν. Τα δε αρνητικά σχόλια για την ταινία και το αμφιλεγομενο τελικό μήνυμά της είναι σαφώς λιγότερα.
Το ζήτημα είναι ότι αρνητικά κρίνεται η ταινία και από τον χώρο των αναπήρων. Ακτιβιστές και άλλοι, συνδεόμενοι με τον χώρο, αντιλαμβάνονται την προβληματικότητα του μηνύματος και, νομίζω, ορθά. Οι ανάπηροι επιθυμούν την αυτονομία τους και υπάρχει όλο το σχετικό νομικό πλαίσιο, που τους την εξασφαλίζει ή που τους διευκολύνει. Δεν εφαρμόζεται λόγω αδιαφορίας των Αρχών και λόγω της συλλογικής Ελληνικής κουλτούρας, η οποία δεν τους συμπεριλαμβάνει ουσιαστικά. Η κατάκτηση της αυτονομίας, όμως, καθώς και η αλλαγή νοοτροπίας δεν μπορεί και δεν χρειάζεται να περνάει μέσα από εκδηλώσεις βίας και αυτοδικίας, που μάλλον πολλαπλασιάζουν το πρόβλημα, μάλλον γεννούν στείρο πείσμα, μάλλον δημιουργούν φαύλους κύκλους. Η ευαισθητοποίηση και η συνειδητοποίηση δεν θα επιτευχθούν με τέτοια μέσα, αλλά με άλλα, που εστιάζουν στο πρόβλημα και όχι στην βίαιη αντιμετώπισή του, που προτείνουν λύσεις και επιλογές.
Ενδιαφέρον από την άποψη αυτή είναι και το ότι, κρίνοντας από τα credits της ταινίας, στην όλη παραγωγή δεν φαίνεται να μετείχε συμβουλευτικά ένας επιστημονικός Φορέας ή κάποιοι, τέλος πάντων, που να έχουν προσωπική ή επαγγελματική εμπειρία από τον χώρο των αναπήρων, όπως θα ήταν αναμενόμενο για ταινία της κατηγορίας αυτής.
Ανεξάρτητα από τις αναμφίβολα αγαθές προθέσεις των συντελεστών, η ταινία, επιλέγοντας την επικέντρωση σε μιαν ανεξέλεγκτη θυμική αντίδραση ενός οργισμένου εφήβου, υποπίπτει σε φάουλ, τα οποία με λίγο περισσότερο προβληματισμό θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί.
Όσο κι αν κατανοούμε την οργή, όσην ενσυναίσθηση κι αν επιστρατεύσουμε, ως πολίτες μιας ευνομούμενης πολιτείας δεν μπορούμε παρά να στεκόμαστε απέναντι σε πράξεις βίας και αυτοδικίας. Ειδικά, μάλιστα, αν δεν έχουμε την ευνομούμενη πολιτεία, που επιθυμούμε, έχουμε ακόμη μεγαλύτερη υποχρέωση να την οικοδομούμε καθημερινά και σταδιακά με κάθε μέσο, είτε πληττόμαστε εμείς οι ίδιοι είτε βλέπουμε άλλους να πλήττονται.
Υπάρχουν Νόμοι και διεκδικούμε την εφαρμογή τους!
Υπάρχουν Αρχές και διεκδικούμε την ουσιαστική παρέμβασή τους!
Υπάρχουν γονείς να διδάξουν αυτοσυγκράτηση και ψυχραιμία, υπάρχουν δικαστές, που εξασφαλίζουν "την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν"! Υπάρχουν κοινωνικοί λειτουργοί, που συμπαραστέκονται και νουθετούν! Υπάρχουν στην ζωή, ναι, υπάρχουν ακόμη και στην Ελλάδα, αλλά λείπουν παντελώς από το "MY BROTHER". Κι αυτούς όλους ή μερικούς θα θέλαμε πολλοί να τους δούμε σε μια τέτοια ταινία αντί για μια σειρά βανδαλισμών, που ικανοποιούν το πιο ανώριμο θυμικό.
Αν καταδικάσαμε τις εκρήξεις βίας και τα επεισόδια έπειτα από τις δολοφονίες Γρηγορόπουλου, Φύσσα, Κωστόπουλου ή Τοπαλούδη - δολοφονίες, που λίγο πολύ μας σημάδεψαν όλους ατομικά και κοινωνικά τα τελευταία χρόνια - δεν μπορούμε να έχουμε δικαιολογίες για τον πρωταγωνιστή της ταινίας. Ξεκάθαρα, απλά και χωρίς "αλλά"!
Με δυό λόγια, με μια φράση:
"Όχι στο όνομά μας, Κε Παπαδουλάκη... και Κύριοι και Κυρίες του "RESPECT LIFE"! Όχι στο όνομα μας! Δεν θέλουμε κανένας να σπάσει μια πόλη στο όνομα το δικό μας και των οικείων μας. Ξέρουμε και μπορούμε να τα καταφέρουμε καλύτερα μόνοι μας και αλλιώς!"