Μουσείο Ακρόπολης: Η Αίθουσα των Κλιτύων
Όσο οι ειδικοί μπορούν να υποβάλλουν ένα επιστημονικό άρθρο στην βάσανο της κριτικής, άλλο τόσο εμείς, οι υπόλοιποι, οι απλοί αναγνώστες, μπορούμε να εκκινούμε από αυτό κι είμαστε κιόλας κερδισμένοι, αν γέννησε μέσα μας ιδέες και συλλογισμούς. Μοιραία, ορισμένοι συλλογισμοί μας θα είναι εσφαλμένοι κι άλλοι σωστοί, μερικοί πρωτότυποι κι άλλοι κοινότυποι. Αξία ιδιαίτερη, όμως, έχει έτσι κι αλλιώς η διαδικασία της γέννησης, που δείχνει πως ήταν άξιο και το ερέθισμα, που την προκάλεσε και εκπλήρωσε έτσι μέγα μέρος της αποστολής του...
Οι σκέψεις, που ακολουθούν, οφείλονται σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του Καθηγητή της Κλασικής Αρχαιολογίας, Δημήτρη Πλάντζου, με τίτλο " 'Il n' y a pas de hors-texte': το Μουσείο της Ακρόπολης και τα απόνερα του ιδεαλισμού". Άλλοι αρμοδιότεροι και πιο εξοπλισμένοι από μένα θα κρίνουν πόσο στατικός, αποκομμένος και, εν τέλει, κοινωνικά αδιάφορος μπορεί να είναι ο τρόπος παρουσίασης των εκθεμάτων του Μουσείου της Ακρόπολης, αλλά παρασύρομαι κι εγώ να καταγράψω τις σκόρπιες σκέψεις, που μου γεννήθηκαν από την ανάγνωση.
Το Μουσείο της Ακρόπολης, ένα ακόμα ταλαίπωρο εθνικό μας όραμα από τα πιο πρόσφατα, προκάλεσε πολύ θαυμασμό και πολλές αντιδράσεις ήδη από την σύλληψή του ώς την χωροθέτηση και την υλοποίησή του. Σε άλλο χώρο, είχα εκφράσει τις επιφυλάξεις μου για την κλίμακα και το ξένο του χαρακτήρα του, έτσι όπως χωροθετήθηκε και σχεδιάσθηκε, ενώ δεν ήταν άσχετη με την όλη μεγαλοϊδεατική προσέγγιση και η προσπάθεια να ταπεινωθούν μέχρι κατεδαφίσεως όλα τα γειτονικά κτίσματα, δίκαια και άδικα.
Εν πάση περιπτώσει, το Μουσείο δημιουργήθηκε και αποτελεί ήδη ένα από τα σημεία αναφοράς της πόλης. Το ζήτημα είναι πλέον εάν διεκδικεί έναν ρόλο ευρύτερο, πέρα από αυτόν του τουριστικού πόλου έλξης ή του χώρου δεξιώσεων για πολυεθνικές εταιρείες και "ψαγμένους" μεγαλοαστούς, που εζήλωσαν τους ομολόγους τους της Νέας Υόρκης και θέλουν και αυτοί να δεξιώνονται τον κύκλο τους σε Μουσεία και κτίρια-τοπόσημα.
Ο παιδευτικά και κοινωνικά παρεμβατικός ρόλος ενός Μουσείου, όπως, νομίζω, υπονοεί ο Δημήτρης Πλάντζος, δεν προκύπτει ούτε από αυτή τούτη την δημιουργία του ούτε από τα εκθέματά του, όσο πολύτιμα και μοναδικά κι αν είναι αυτά. Από την άποψη αυτή, εθνικό όραμα δεν θα έπρεπε να είναι το Μουσείο, αλλά μάλλον ο ρόλος του στην εκάστοτε τρέχουσα Ελληνική πραγματικότητα, η σχέση του με αυτήν, ο διαρκής διάλογός του με τους επισκέπτες.
Μουσεία πολλαπλώς σπουδαία, όπως αυτό της Ακρόπολης, δεν μπορούν να αποτελούν μόνον μόνιμες στέγες εκθεμάτων, αλλά να είναι, κυριολεκτικά, τα σπίτια τους, χώροι, δηλαδή, με ζωή και κίνηση, χώροι εις το διηνεκές και επ' άπειρον προσαρμοζόμενοι στις ανάγκες των εγκαταβιούντων εκθεμάτων τους, αλλά και σε αυτές των κατά περίπτωση προσκεκλημένων τους, των επισκεπτών. Να ευνοούν την κίνηση και τον διάλογο, την θέαση των εκθεμάτων από γωνίες ποικίλες. Να τα φωτίζουν από πολλές απόψεις, να τα εντάσσουν, όσο είναι δυνατόν, όχι απλώς στην καθημερινότητα της εποχής τους, αλλά ακόμη και στην δική μας, από άποψη ιστορικής διαδρομής και σημασίας για τον σύγχρονο άνθρωπο.
Αντικείμενα, που θεωρούνται καθ' εαυτά, που αποκόπτονται, δηλαδή, από πλαίσια και συσχετισμούς, τείνουν να αποτελέσουν δεδομένα και ό,τι εκλαμβάνουμε ως δεδομένο μένει συνήθως στατικό και από εκεί κινδυνεύει να περιπέσει μοιραία σε παράβλεψη. Αν είναι εξαιρετικά καθοριστικός ο ρόλος των επιμελητών μιας Έκθεσης, τούτο συμβαίνει γιατί οφείλουν να βρίσκουν κάθε φορά τον τρόπο, με τον οποίο θα παράσχουν στον επισκέπτη ουσιώδεις πληροφορίες για το έκθεμα, τον δημιουργό του, την λειτουργία στην εποχή του, την πορεία του στον χρόνο, την σημασία του στο τότε και στο τώρα. Έτσι ερεθίζουν την σκέψη και την ψυχή του επισκέπτη, ώστε να συσχετισθεί με το αντικείμενο, να το θεωρήσει κι όχι απλώς να το δει περαστικά.
Από τα έργα της διάνοιας του ανθρώπου, τα σπουδαιότερα και μακροβιότερα, τα κλασικά, δεν είναι πάντα τα απλώς "ωραιότερα", αλλά μάλλον εκείνα, που για κάποιον λόγο παραμένουν διαρκώς ζώντα, τα αενάως επανεξεταζόμενα και αναθεωρούμενα, ακόμη και τα αναπροσαρμοζόμενα, αν είναι τέτοια η φύση τους. Εκείνα, δηλαδή, που είτε από την σύλληψή τους και από τον δημιουργό τους είτε από την σύγχρονη παρουσίασή τους μπορούν να διαλέγονται μαζί μας, να μετέχουν στην ζωή και στην σκέψη μας, να μας ερεθίζουν.
Σ’ ό,τι αφορά το ζήτημα της Ελληνικότητας, το κυρίως κεφαλαιώδες μπορεί να μη είναι απλώς το ότι οι αρχαίοι μας πρόγονοι ολοκλήρωσαν την μία ή την άλλη θεωρητική ή καλλιτεχνική επίτευξη, αλλά μάλλον το ότι εντάξανε την επίτευξη αυτή στην καθημερινότητά τους, στην πολιτική τους ζωή, στην αισθητική τους, της προσέδωσαν, δηλαδή, και λειτουργικό χαρακτήρα. Η αρχαία Ελληνική φιλοσοφία βρήκε τον δρόμο προς την καθημερινή ζωή και την θέση της στο πολίτευμα, στην δημοκρατική λειτουργία, το καλλιτεχνικό ιδεώδες βρήκε διέξοδο και ρόλο σε χρηστικά αντικείμενα. Καίρια επισημαίνει ο συγγραφέας του άρθρου ότι τα αγάλματα, που σήμερα θαυμάζουμε για την πλαστικότητα και την ωραιότητά τους, δεν ήταν μόνον διακοσμητικά, π.χ., αλλά αποτελούσαν θεϊκή παρουσία, παρηγορητική συντροφιά - άρα μέρος μιας καθημερινότητας υψηλής αισθητικής αξίας, που διαφοροποιούσε, τελικά, τον Έλληνα από άλλους λαούς.
Η αρχαιολογική σκαπάνη αποκαλύπτει πάντα και παντού στον κόσμο ευρήματα, που μαρτυρούν το ένα ή το άλλο επίπεδο ανθρώπινων επιτευγμάτων του απώτερου παρελθόντος, αλλά αυτό, που πραγματικά δείχνει το ουσιωδώς διαφορετικό ποιοτικό επίπεδο ενός λαού, είναι οι ενσωματωμένες σε αυτά αισθητικές και ηθικές αξίες. Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, όμως, είναι η τύχη και η πορεία αυτής της ενσωμάτωσης στον χρόνο, η εξέλιξή τους στην ιστορική διαδρομή, η ανάδειξη της συμμετοχής σημαινόντων και σημαινομένων στην εκάστοτε τρέχουσα χρονική στιγμή και στην προπαρασκευή για την μελλοντική προοπτική. Από την άποψη αυτή, η κατασκευή των πρώτων Ελληνικών Χριστιανικών ναών σε χώρους αρχαιοελληνικών ναών ή σε χώρους γειτνιάζοντες δεν τιμά απλώς καθαγιασμένα από την λατρεία χώματα, αλλά αποτελεί αποδοχή του παρελθόντος, πνευματική στάση ιστορικής συνοχής και συνέχειας, προβολής στον μέλλοντα χρόνο.
Τέτοια μοιάζει να είναι η πρόκληση για την Μουσειακή πολιτική και πρακτική στην χώρα μας - ειδικά σε μια κρίσιμη χρονική στιγμή αναζητήσεων και προβληματισμών περί την Ελληνική ταυτότητα και το μέλλον της σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον συχνά αφιλόξενο ή και «εχθρικό» έναντι των αξιών εκείνων, που έχει κατοχυρώσει στο όνομά του ο αρχαίος Ελληνικός κόσμος.
Η εξιδανίκευση και προβολή των μοναδικών στοιχείων της Ελληνικής ταυτότητας από την «μυθική» γενιά του ’30 ως αντίβαρο σε αλλοδαπές επιρροές και ως συνειδητή προσπάθεια εθνικής αυτογνωσίας μπορεί να ανακόπηκε από την προέλαση του «lifestyle» ως οικουμενικής αξίας μετά το ’70, αλλά καθίσταται πάλι επίκαιρο ζήτημα, ακόμη και εθνικό ζητούμενο, με τις δέουσες εξισορροπήσεις και αποκαθάρσεις από μυθολογήματα. Γι’ αυτό και αποκτά ιδιάζουσα σημασία το πού και πώς εντάσσουμε σήμερα την αρχαία και νεώτερη κληρονομιά μας, πώς την μεταχειριζόμαστε, ποιόν συμβολισμό της αποδίδουμε.
Με δυό λόγια, η Ακρόπολη είναι και πιθανότατα θα συνεχίσει να είναι πάντα εκεί, όπου ήταν για χιλιάδες χρόνια και διατηρεί την αξία της έτσι κι αλλιώς, χωρίς να την εξαρτά από μας.
Η δική μας, όμως, αξία εξαρτάται από τι κάνουμε εμείς την Ακρόπολη:
Μας αρκεί το ότι βρίσκεται απλώς εκεί, από πάνω μας, και το ξέρουμε, έστω κι αν δεν την επισκεπτόμαστε ποτέ;
Μας φτάνει και μας εξυπηρετεί να την πουλάμε σε αναπαραστάσεις;
Ή μήπως το πιο σπουδαίο, που έγινε με την Ακρόπολη και για την Ακρόπολη τα τελευταία χρόνια ήταν το ότι ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας δεν διάλεξαν άλλη Γερμανική σημαία για να κατεβάσουν, αλλά αυτήν, που κυμάτιζε ακριβώς εκεί;
Οπότε η μνεία του κατορθώματος θάπρεπε νάχει κι αυτή την θέση της στο Μουσείο της Ακρόπολης…
Οπότε θέση στο Μουσείο θα μπορούσε να έχει και η ιστορική πρόσοψη του σπιτιού με τις Καρυάτιδες επί της οδού Αγίων Ασωμάτων κι από κοντά η μαγευτική απόδοσή τους, κατά Γιάννη Τσαρούχη...
... αλλά και το σχόλιο του Henri Cartier - Bresson...
… και κάποια ιστορικά ακροκέραμα με κεφαλή Καρυάτιδας νάναι κάπου εκεί κοντά κι αυτά…
Γιατί όχι;