Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Για τα "ΧΩΜΑΤΑ" του Δημήτρη Τανούδη - κόκκοι σκέψης σκόρπιοι




Δεν χρειάζεται  χρόνος πολύς για να σε αιχμαλωτίσει ένα βιβλίο και να σε πάρει μαζί του - δεν πρέπει να χρειάζεται!..
Με το που θα το πιάσεις στα χέρια σου και θα διαβάσεις τις πρώτες γραμμές, τις πρώτες σελίδες, θα το νοιώσεις να σε πιάνει ίσως τρυφερά από το χέρι και να σε παρασέρνει μαλακά ή, πάλι, να σε γραπώνει από τον αυχένα και να σε ταρακουνάει…  Όχι, χρόνος πολύς δεν χρειάζεται. Ή το νοιώθεις αμέσως ή δεν το νοιώθεις ποτέ!..



Το βιβλίο "ΧΩΜΑΤΑ" του Δημήτρη Τανούδη, μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις "Νεφέλη" και φρέσκο από το Τυπογραφείο, το Σάββατο, 8 Μαρτίου, αποτέλεσε το επιστέγασμα ενός ποιητικού μεσημεριού στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη της Πλατείας Κολωνακίου. Καταμεσίς μιας εικαστικής εγκατάστασης, ανάμεσα σε μικρά πουλάκια, που χαλάρωναν πάνω σε κλαδιά και σε συρματοπλέγματα, ο ποιητής διάβασε - ή, πιο σωστά, ερμήνευσε, με χαρακτηριστική άνεση - εκτενή αποσπάσματα.




Ο ίδιος επιγράφει το βιβλίο του στο εξώφυλλο ήδη "μυθιστόρημα", κι είναι γεγονός πως το μέγεθός του παραπέμπει πράγματι σε μικρό μυθιστόρημα. Το ίδιο συμβαίνει και με τον αφηγηματικό λόγο, που σε μεγάλο μέρος του βιβλίου χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Ωστόσο, δεν μπορώ να μη σταθώ στο γεγονός ότι το είδος του λόγου, οι μικρές φόρμες και η όλη ατμόσφαιρα παραπέμπουν, τελικά, σε καθαρή ποίηση. Φυλλομετρώντας το βιβλίο δεν φαντάζομαι παρά μια γυναίκα με ένδυμα μακρύ, λευκό, ξυπόλητη γυναίκα, να απομακρύνεται, συνέχεια να απομακρύνεται, μιλώντας, μιλώντας ακατάπαυστα, κι ολοένα να εξαχνώνεται αφήνοντας πίσω της απόηχους ραψωδιών και τοπία τόπων και ανθρώπων από τα πεζά μέρη του "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ".
Μα δεν έχουν σημασία όλα αυτά, οι ετικέτες ελάχιστα ή και καθόλου δεν μετρούν, καθώς ο λόγος είναι ένας και ρέων και λειτουργικός σαν σε λειτουργία...

"...Νηνεμεί τους φόβους
σε υπόσχεση ουράνιας γέννας
και σφίγγει μονάχα τα δόντια
σαν τον ληστή
που κόβει την ουρά του αλόγου
για να μην του στοιχειώσει εφιάλτες." 

Δεν είναι εύκολο βιβλίο τα "ΧΩΜΑΤΑ" ούτε εύκολη η γραφή του - αλλά είναι συναρπαστική.Είναι συναρπαστική, καθώς ο ποιητής συναρμόζει λέξεις με έναν τρόπο τελείως δικό του, για να φτιάξει εικόνες ή, μάλλον, καταιγιστικές αλληλουχίες εικόνων, που δεν σε αφήνουν να πάρεις ανάσα. Καλπάζουν και λαχανιάζεις, ιδρώνεις μέσα στην αγωνία για να ακολουθήσεις. Γιατί ακολουθείς - αυτό σίγουρα: ακολουθείς! Κι ακολουθείς ενεργητικά... Δεν σε σπρώχνουν οι εικόνες προς τα νοήματα, δεν σε ωθούν σε στάση θεατή των δράσεων και των ενεργειών. Η αίσθησή μου είναι πως όλο το βιβλίο είναι δομημένο πάνω σε ενεργητικούς χαρακτήρες, που πράττουν και που κινούν καταστάσεις. Σε χαρακτήρες όχι αναγκαστικά ηρωικούς, αλλά, πάντως, ενεργητικούς και τούτο όχι μόνο στις νίκες και στους θριάμβους τους. αλλά και στις ήττες και στις πτώσεις και στις πανωλεθρίες.

"...Κι ήταν ο τρύγος της αξόδευτης φαντασίας.

Άλλοι απομονώνονται για να ξαναζήσουν
το πρώτο θάμπος της γέννας,
άλλοι αναζητούν το πρώτο είδωλο του σφυγμού 
που εκπέμπει το σώμα. Εγκαταλείποντας 
την γονιμική σιωπή,
φορούν τις δάφνες των ηρώων

και στο βάθρο υψώνουν

έναν νέο χάρτη των ονείρων
ή μια πρώτη σπουδή
για το όγδοο χρώμα των λουλουδιών."

Η ιδιαίτερη συναρμογή λέξεων και εννοιών αποτελεί συνήθως πρωταρχικό μέλημα των ποιητών, αρχετυπική ουσία της ποίησης. Μένοντας στα Ελληνικά γράμματα και σε οικεία παραδείγματα, το κάνει τούτο αριστοτεχνικά ο Ελύτης, αλλά το κάνει πιο συχνά με έναν τρόπο τρυφερό, γλυκό, μ' ένα όργανο αμβλύ. Ο Δημήτρης Τανούδης επιλέγει εργαλείο κοφτερό, τρόπους πιο έντονους, καταφανώς βίαιους. Τι εργαλείο; Το λέει:

"Γίγνομαι.

...Το μαινόμενο πυρ.

...η κτηνώδης ώση.

...η πρώτη γλώσσα.

...ο ραψωδικός θρήνος.

...το καταστροφικό σπέρμα.

...το μετέωρο πουγγί της ελπίδας."

Γέννημα δίχως μιαν ορισμένη πρότερη βία δεν υπάρχει, δεν προκύπτει. Με μεθόδους έως και αιματηρές, ο ποιητής των "ΧΩΜΑΤΩΝ" επιχειρεί και στήνει βίαιους γάμους, για να αποσπάσει έμβρυα νοήματα, που κλαίνε αναπόφευκτα, καθώς έρχονται στο φως... Και μας ξεσηκώνουν!..

"...Το δέρας της περιτομής φορούσαν τα κορίτσια. Δόντια έραβαν τ' αγόρια με την κλωστή της παρθενιάς...."

ή πιο λυρικά

"...Η μνήμη... είναι ο δρόμος που δείχνει στο πλάσμα πως πλάσμα θα συνεχίσει να είναι στην κάθε επόμενη ανάσα. Περπατά. Κοντοστέκει. Χαμογελά. Και γελώντας ανθίζει. Του ανθρώπου ο πολύχρωμος κρίνος. Γυναίκα." 

Είτε λυρικές είτε επικές οι περιγραφές κι οι αφηγήσεις του Δημήτρη Τανούδη, αφορούν, πάντως, σε αρχέτυπα όντα. Όντα δρώντα ανά πάσα στιγμή. Κινούνται, παρατηρούν, εκφράζονται, ενεργούν. Ξέρουν πως έτσι γίνεται, έτσι πρέπει κι όχι αλλιώς - απέναντι στον άλλο κι απέναντι στον κόσμο κι απέναντι στο άγνωστο ακόμα, η μοίρα του ανθρώπου τέτοια είναι, ενεργητική:

"Τώρα όμως μπροστά του ο άλλος και πρέπει να δράσει και πρέπει να είναι."

"Στην εσωτερική ερημία η προετοιμασία της μάχης. Δεν ζητούν εξηγήσεις. Γνωρίζει ο ένας αυτό που ξέρει κι ο άλλος.... Μιλάει ο ένας και πάνω στα λόγια σπέρνει ο άλλος τα λόγια που θα γυρίσει ο πρώτος."   

"Δεν είναι όπως περίμενε. Και πάντα ένας που κανείς δεν περίμενε. Και πάντα  ο ίδιος που κανείς δεν περιμένει να είναι."

Κι υπό το πρίσμα αυτό, ενδιαφέρον ότι ο ποιητής επιλέγει να αποδώσει χαρακτήρα αντικειμένου στην κατάσταση του γυρισμού και να την συντάξει με ρήμα μεταβατικό, οπότε, αντί μιας "παθητικής" διατύπωσης "κινήσαμε για γυρισμό", έχουμε έναν γυρισμό ως συνειδητό αποτέλεσμα συγκεκριμένης πράξης σε αντίξοες συνθήκες. Ένα αντικείμενο ο γυρισμός, που περιμένει το ρήμα του, περιμένει υποκείμενο: 

"Τον γυρισμό κινήσαμε στο σκοτάδι."

Σε μια οποιαδήποτε, τυχαία, σελίδα από τις περίπου 250 του βιβλίου, είναι πρωτοφανής η ένταση, οι εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις, το αμάλγαμα των πόθων και των παθών, που κινούν τους ανθρώπους και γυρίζει ο κόσμος ακούραστα, αέναα. Δεν έχει πουθενά ανακούφιση, λοιπόν; Και πού; Πότε; Πώς; Βεβαίως και έχει... Στον άνθρωπο ξανά. Από τον άνθρωπο ξανά. Από τον άντρα κι από την γυναίκα. Κι από την γυναίκα στον άντρα. Και τανάπαλιν.   

"Τότε η γυναίκα μαθαίνει τον κόσμο απ' την γλώσσα του άντρα. Κι ο άντρας σημαίνει τον κόσμο που ξέχασε όσα θυμίζαν ανθρώπους. Όλα γίνονται κοίλο".     

Κοίλο - μια άξαφνη αίσθηση γλυκειά, καλοδεχούμενη όσο τίποτ' άλλο, στο σημείο αυτό του βιβλίου. Μήτρα φιλόξενη.

Κι αλλού ανακούφιση άλλη πάλι, παρηγοριά στην οδύνη:

"Ψυχές
βελονιάζουν το μαύρο
φτερωμένες κηλίδες
ασπρίζουν το μαύρο

Κι είναι αυτό που θα πούνε αγγέλους" 

Ψυχές, λοιπόν, διαλύουν το μαύρο. Άνθρωποι, δηλαδή, άνθρωποι, τελικά. Άνθρωποι παρόντες κι άνθρωποι παρελθόντες, άφυλοι άνθρωποι, άνθρωποι άγγελοι. Από αυτούς η σωτηρία, η ωραιότητα, η αγνότητα, η υπέρβαση!


Ένας παιδεμός ο κόσμος, η ζωή, ο έρωτας, ο πόλεμος μέσα μας, με τον εαυτό μας κι ο πόλεμος έξω μας. Τα αδιέξοδα. Οι νίκες, Οι ήττες. Σαν την ζωή, έτσι κι η γραφή κρατάει ρυθμούς αγωνιώδεις. Με κομμένη την ανάσα, ανεβοκατεβαίνουμε σε αβύσσους και ουρανούς, διατρέχοντας το σύμπαν του Δημήτρη Τανούδη. Οι λέξεις του φτιάχνουν εικόνες δυνατές κι οι εικόνες συγκροτούν νοήματα, νυχιές στο δέρμα, ματώνουν, αφήνουν σημάδια. Κι ύστερα τα νοήματα μας πιάνουν στα δίχτυα τους, μπλεκόμαστε στα νήματα, παγιδευόμαστε, καθώς πασχίζουμε να ανακαλύψουμε ανάμεσά τους αυτό που πιο πολύ ταιριάζει σε μας. Αυτό ή αυτά.
Να σταθώ εδώ:

"Αυτό που δεν θέλει να είναι, αυτό  ο άντρας είναι. Η γυναίκα βογγά. Κάτι να είναι που δεν είναι θέλει να είναι. Η γυναίκα βογγά και εκκρίνει. Αυτό θέλει. Το να μην είναι του είναι.
Και με δύναμη πέφτει στην πέτρα."  

Χρειάζονται κι άλλα; Δεν νομίζω...







  

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

17Ν - το ηθικό και το πολιτικό ζήτημα ενός βιβλίου


Πολύ συχνά συμβαίνει να προσεγγίζουμε φλέγοντα θέματα με τρόπο τελείως λανθασμένο και ρηχό ή εν πάση περιπτώσει αμφιλεγόμενο και γι' αυτό αναποτελεσματικό - εκτός κι αν ο αποπροσανατολισμός του μέσου πολίτη είναι ο μη ομολογούμενος κύριος στόχος.
Αφορμή για τις σκέψεις αυτές έδωσε για μιαν ακόμη φορά η υπόθεση της 17Ν, μια υπόθεση, που έχει ματώσει τον τόπο και ταλανίζει τον δημόσιο βίο χρόνια τώρα. Η έκδοση των "Απομνημονευμάτων" του καταδικασμένου ως κύριου εκτελεστή άνοιξε μια τεράστια συζήτηση, αρχής γενομένης από το αν μπορούσαν κι έπρεπε να εκδοθούν  και πώς.   
Η δυνατότητα της έκδοσης, ωστόσο, είναι νομικό ζήτημα και ανάγεται στις βασικές αρχές της λειτουργίας της δημοκρατίας και του Συντάγματος. Τόσο νομικό όσο νομικό είναι και το ζήτημα της ποινικής αξιολόγησης και περαιτέρω αντιμετώπισης ενεργειών, όπως τα εγκλήματα κατά της ανθρώπινης ζωής και της περιουσίας. Όλοι, ακόμη και οι Φορείς των πιο παράλογων ή αμφιλεγόμενων ιδεών, έχουν το δικαίωμα έκφρασης των απόψεών τους. Και επίσης όλοι τιμωρούνται για τις όποιες εγκληματικές τους ενέργειες - τέλος... Ή μήπως όχι;
Όχι τελείως. Η ποινική αντιμετώπιση κλείνει το ζήτημα από νομική άποψη, αλλά παραμένουν ανοιχτά τα πολιτικά και τα ηθικά ζητήματα. Τα "πρέπει" και το "δέον" είναι ζητήματα ανοιχτά.
  
Σε τελική ανάλυση, η δράση ατόμων και οργανώσεων όπως η 17Ν μόνον με πολιτικό τρόπο μπορεί να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά και οριστικά από την Πολιτεία και το οργανωμένο Κράτος - διαφορετικά δεν αφοπλίζονται ούτε ιδεολογικά ούτε κυριολεκτικά. Οι απόψεις εδώ μπορεί να είναι πολλές και αντικρουόμενες, ανάλογα με τις πολιτικές και ιδεολογικές τοποθετήσεις, ανάλογα με την θέση ή το όραμα περί Κράτους και των ορίων ή του τρόπου λειτουργίας του.  
Το ηθικό ζήτημα, όμως, είναι γενικότερο, αφορά στην ατομική στάση του καθενός μας και, κατ' επέκταση, στην στάση της κοινωνίας συνολικά. Δεν είναι δυνατόν, βέβαια, να υπαγορεύσουμε ενιαία ηθική στάση σε κανένα κοινωνικό σύνολο, αλλά μπορούμε να υποστηρίξουμε την προσωπική, δική μας, και να την θέσουμε στην κρίση του.
Ελεύθερα και ανεμπόδιστα, λοιπόν, μπορεί ο συγγραφέας των "Απομνημονευμάτων" να καταγράψει την ιστορία του, να αναζητήσει εκδότη ή να την εκδώσει ο ίδιος, να την διαθέσει προς πώληση και, τελικά, να εκτεθεί στην δημόσια κρίση, πέραν της κρίσης της Δικαιοσύνης, που έχει προηγηθεί.
Και έτσι πρέπει... Δεν είναι διαπραγματεύσιμη η ελευθερία του λόγου ούτε τίθεται υπό αμφισβήτηση ή υπό όρους!
Ηθικό ζήτημα είναι, όμως, αν θα προθυμοποιηθεί κάποιος εκδότης - και ποιός - να  συμβληθεί μαζί του, να χρηματοδοτήσει την έκδοση, να την προβάλει - και πώς. Εδώ, μάλιστα, υπάρχει κι ένα γιατί, που συνάπτει το ηθικό με το πολιτικό ζήτημα, ενώ αντίστοιχα ηθικό και πολιτικό είναι και το πώς θα αντιμετωπίσει ο καθένας από μας την έκδοση καθ' εαυτήν, αν θα αγοράσει κι αν θα διαβάσει το βιβλίο και γιατί, πώς θα το κρίνει.

Στην περίπτωση του απλού αναγνώστη το ηθικό θέμα είναι σχεδόν αυτονόητο. Δεν πρόκειται για περιγραφή και καταγραφή απλών εγκλημάτων με μιαν ελκυστική πλοκή και "σασπένς", αλλά εγκλημάτων, που συνδέονται με πολιτική σκέψη και κίνητρα, εγκλημάτων, που ουσιαστικά γίνονται για να λάβει δημοσιότητα ένα συγκεκριμένο πολιτικό σκεπτικό ή για να αποδοθεί κάποιου είδους, αυθαίρετη, πάντως, "λαϊκή δικαιοσύνη". Επομένως, ο απλός αναγνώστης μπορεί και πρέπει, κατά την προσωπική μου άποψη, να δείξει την αποστροφή του, την περιφρόνησή του για μια πρακτική, η οποία δεν επιφυλάσσει στον εκάστοτε εκτελεστή έναν απλό ρόλο δικαστή ή κριτή, αλλά ρόλο Θεού, ρόλο αναπότρεπτης και αμετάκλητης μοίρας - ο θάνατος δεν διορθώνεται, αυτού του είδους η ποινή δεν ανακαλείται, δεύτερες σκέψεις δεν χωρούν, έφεση, επανάκριση δεν υφίσταται. Κατήγορος και ύπατος κριτής συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο, ευκαιρία για εξηγήσεις και απολογίες δεν δίνεται, η ποινή του θανάτου είναι προαποφασισμένη υπό συνθήκες άγνωστες, σκοτεινές, αμφιλεγόμενες.
Η όλη "διαδικασία" είναι ξένη προς την ανθρώπινη φύση, τον κόσμο των ιδεών, τον στοιχειώδη νομικό πολιτισμό, τις ευγενέστερες παραδόσεις της Αριστεράς, την οποία συχνά επικαλούνται τα καταδικασμένα στελέχη της 17Ν και οι υποστηρικτές τους. Ωστόσο, αφ' ενός, η Ευρώπη ειδικά, ως λίκνο και χώρος ανώτερων ιδεών, και αφ' ετέρου, η ίδια η ευρύτερη Αριστερά έχουν δώσει αγώνες για την κατάργηση της ποινής του θανάτου, ακόμη και στην περίπτωση τήρησης πολλών δικονομικών εγγυήσεων. Η θανατική ποινή είναι απλώς εντελώς έξω από το αξιακό μας σύστημα - τελεία και παύλα.

Στην περίπτωση του εκδότη υπεισέρχονται πολλά κριτήρια, που συνδέονται με τα αμέσως προηγούμενα, αλλά προστίθεται και το κίνητρο του προσδοκώμενου κέρδους - κέρδους, που, εν προκειμένω, μπορεί να είναι και υλικό και πολιτικό. Δεν μπορεί να μη ληφθεί υπ' όψιν ότι η έκδοση του συγκεκριμένου βιβλίου έγινε από συγκεκριμένο εκδότη, που συνδέεται τουλάχιστον έμμεσα με συγκεκριμένο Κόμμα και σε προεκλογική συγκυρία πρωτοφανώς κρίσιμη για την περαιτέρω πορεία της Αριστεράς, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, ουδέποτε έκρυψε την πεποίθησή της ότι τα κίνητρα και οι χρονικές στιγμές τρομοκρατικών χτυπημάτων και εκδηλώσεων είναι τουλάχιστον ύποπτα, αντιστρατεύονται τα λαϊκά και εθνικά συμφέροντα, συκοφαντούν τα κινήματα της Αριστεράς, διασύρουν τις ιδέες της.        
                             
 Εκδότες και αναγνώστες, λοιπόν πορεύονται κατά την κρίση και την πεποίθησή τους. Κάποιοι απ' αυτούς νοιώθουν την ανάγκη να δικαιολογηθούν - ο εκδότης εδώ συνόδευσε την έκδοση με πλήρη διευκρινιστική ή, κατ' άλλους, απολογητική τοποθέτηση. Και οι εν δυνάμει αναγνώστες θεώρησαν το ίδιο σκόπιμο να δημοσιοποιήσουν τους λόγους της μας ή της άλλης στάσης τους. Κι όλα τούτα λειτουργούν, τελικά, υπέρ του βιβλίου από διαφημιστική άποψη, ενώ το καλύτερο, που θα του άρμοζε, θα ήταν μάλλον η αποσιώπηση! Διόλου περίεργο ότι ήδη η Α' Έκδοση, 10.000 αντίτυπα, εξαντλήθηκε εν ριπή οφθαλμού...      
Ακόμη περισσότερο, όμως, έχουμε τώρα κι έναν βιβλιοπώλη, που, αν καταλαβαίνω καλά προέρχεται από τον χώρο της διαφήμισης και θεωρεί πρέπον να διαφημίσει τώρα δεόντως την άρνησή του να διακινήσει το βιβλίο, με πινακίδα στην βιτρίνα του. Ανεξαρτήτως προθέσεων, όμως, οι ηθικές στάσεις δεν διαφημίζονται, δεν έχουν χρεία δικαιολογιών, δεν διατυμπανίζονται. Οι ηθικές στάσεις μιλούν από μόνες τους, πρέπει να μιλούν από μόνες τους, καθαρά και λιτά, δίχως πολλά-πολλά. Όλα τα υπόλοιπα είναι από αφελή έως ύποπτα και, εν πάση περιπτώσει, καταλήγουν να αποπροσανατολίζουν, να περισπούν την προσοχή από το κεντρικό ζήτημα, να ανοίγουν, τελικά, διάλογο με τους λάθος ανθρώπους για τους λάθος λόγους.     





Κι όποιος δεν τα καταλαβαίνει όλα αυτά έχει κιόλας πιαστεί σ' όλες τις ξώβεργες, που μας στήσανε και μας στήνουν καθημερινά.

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Ξημερώνει Κυριακή... "Ο Δρόμος" των Πλέσσα-Παπαδόπουλου σε νέα προσέγγιση







Ο θρύλος λέει ότι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος δεν προόριζε για μελοποίηση τους στίχους, που είχε γράψει, εμπνευσμένος από τα νεανικά του χρόνια στα πέριξ της Αχαρνών και στην οδό Φυλής - τους θεωρούσε πολύ προσωπκούς και ίσως ατελείς, σε σχέση με τους κανόνες της στιχουργικής. Ο ίδιος ο  Μίμης Πλέσσας καταγράφει στην βιογραφία του ότι με δική του πρωτοβουλία πήρε τα χαρτιά με τους στίχους, όταν τα βρήκε στο γραφείο του στιχουργού, και τα μελοποίησε μέσα σε δυό μέρες. Αυτό, πάντως, που σίγουρα δεν είναι θρύλος είναι ότι προέκυψε ένας δίσκος 33 στροφών, ένα LP, όπως λέγαμε τότε, που πήρε τον απλό τίτλο  "Ο ΔΡΟΜΟΣ", κυκλοφόρησε το 1969 από την LYRA με εξώφυλλο του πιο κατάλληλου για το θέμα ζωγράφου, του μπάρμπα Σπύρου (Βασιλείου),  και αποτέλεσε το απόλυτο best seller στην ιστορία του Ελληνικού τραγουδιού, πουλώντας, όπως υπολογίζεται, 3.500.000 αντίτυπα στις διάφορες εκδόσεις του.


Ο δίσκος "Ο ΔΡΟΜΟΣ" περιέχει 12 κυρίως αφηγηματικά τραγούδια, από τα οποία τα 10 δεν έχουν καν ρεφραίν. 12 τραγούδια, που περιλαμβάνουν χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από την καθημερινή ζωή σε μιαν Αθηναϊκή γειτονιά.
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, αντλώντας από προσωπικά βιώματα και παραστάσεις της Κατοχικής και μεταπολεμικής Αθήνας, καταφέρνει να αποτυπώσει με στίχους μια σειρά από ολοζώντανες εικόνες σε γοργή εναλλαγή. Η στιχουργική του τεχνική είναι ιδιαίτερα προωθημένη, με ευρηματικές ρίμες, μεταφορές και προσωποποιήσεις, και με καθαρά ποιητικές βάσεις. Κι οι ίδιοι οι στίχοι είναι πολύ προχωρημένοι για τα δεδομένα της εποχής, αυθεντικά τολμηροί για το συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο. Μάλλον, έως και σήμερα ακόμα, δεν έχει γραφτεί πιο τολμηρός στίχος στο έντεχνο Ελληνικό τραγούδι από το "Ο πυρετός σου μέσα μου φωτιά, που σπαρταράει..." - και εδώ βρισκόμαστε μόλις στα τέλη της δεκαετίας του '60! Επιλεγμένες λέξεις και έννοιες, "σπαρματσέτο", "φωνόγραφος", "λυχναράκια στον δρόμο", "πατίνι με ρουλεμάν", δεν φτιάχνουν μιαν αχνή, νοσταλγική ατμόσφαιρα, αλλά κυριολεκτικά συγκροτούν μιαν ολοκληρωμένη κοινωνική πραγματικότητα, έναν μικρόκοσμο, που αρκετοί προλάβαμε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Τον μικρόκοσμο των ανθρώπων, που ζούσαν στις γειτονιές της Αθήνας, όταν ακόμη η κλίμακά τους ήταν σε ανθρώπινα μέτρα κι οι σχέσεις των γειτόνων μεταξύ τους χειροπιαστές.
Τα τραγούδια του "ΔΡΟΜΟΥ" ευτύχησαν να μελοποιηθούν όλα αριστοτεχνικά από τον Μίμη Πλέσσα και να ερμηνευθούν αξεπέραστα από τον Γιάννη Πουλόπουλο, την Ρένα Κουμιώτη και την Πόπη Αστεριάδη. Και συνδέθηκαν τόσο πολύ με τις πρώτες αυτές εκτελέσεις, ώστε για πάρα πολλά χρόνια δεν τόλμησε κανείς να τα ακουμπήσει επίσημα σε δεύτερη εκτέλεση.
Είναι, όμως, μόνον αυτό το στοιχείο, που εξηγεί την επιτυχία τους;






45 χρόνια αργότερα, δύο θεατρικοί συγγραφείς, ο Παναγιώτης Μπρατάκος και η Μάρω Μπουρδάκου, ξεκινούν από τα τραγούδια αυτά, τα συμπληρώνουν με τραγούδια από το λίγο μεταγενέστερο έργο των Πλέσσα-Παπαδόπουλου "ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΕΥΤΕΡΙΑ", και στήνουν μιαν εμπνευσμένη, μουσικοθεατρική, παράσταση, που ξεπερνάει πια την γειτονιά της Αχαρνών και συνθέτει το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό puzzle  της μεταπολεμικής πραγματικότητας από την Αθήνα της Κατοχής στην Αθήνα της αντιπαροχής και της δικτατορίας κι από 'κει στην Αθήνα της τεχνητής ευμάρειας και της ρηχότητας μέχρι την Αθήνα της τρέχουσας, εθνικής πια, τραγωδίας.Ο Μάνος Πετούσης παίρνει το εξαιρετικό και καίριο θεατρικό κείμενο και τα τραγούδια και σκηνοθετεί ευρηματικά το έργο με τον συμβολικό τίτλο "ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ ΚΥΡΙΑΚΗ", που παίζεται αυτές τις μέρες στο Θέατρο του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, στην Πειραιώς. Οι οικείες εικόνες και καταστάσεις των αρχικών στίχων παντρεύονται τώρα με άλλες, ακόμη πιο οικείες καταστάσεις και ιστορίες της διπλανής πόρτας ή και της δικής μας - σημερινές αυτές -  και ο "ΔΡΟΜΟΣ"  παίρνει μια διάσταση διαχρονική. Η παράσταση αναδεικνύει ότι η επιτυχία του 1969 δεν ήταν ούτε τυχαία ούτε συγκυριακή. Η συνολική σύλληψη του "ΔΡΟΜΟΥ", που μέσα από την μουσική μας έδωσε ανάσα μέσα στην καρδιά της δικτατορίας, εξακολουθεί να προκαλεί την ίδια έντονη συγκίνηση σήμερα, 70 χρόνια μετά την Κατοχή και 40 χρόνια μετά την δικτατορία, συνδεόμενη με την κρίση και το πολιτικό έλλειμμα. Οι εικόνες του "ΔΡΟΜΟΥ", οι ανάγλυφοι χαρακτήρες και τα συναισθήματά τους, τα νεανικά βιώματα της γειτονιάς διατηρούν την αξία και την λειτουργία τους σήμερα. Ο "ΔΡΟΜΟΣ", τελικά, είναι η ίδια η Ελλάδα: η κοινή αφετηρία, αλλά όχι με την έννοια της ρίζας και του παρελθόντος, των εθίμων ή της παράδοσης. Μάλλον, θα έλεγα, με την έννοια των κοινών βασικών αρχών και των ηθών, των κοινών, θεμελιωδών και απαράβατων αξιών ή των πιστεύω μας,  των απαράλλακτων συνηθειών και των τρόπων της φυλής, με την έννοια, δηλαδή, του κοινού τόπου, στον οποίο γυρνάμε, επιστρέφουμε "καβαφικά", την ώρα της αγωνίας και της κρίσης, για να διδαχθούμε, να ενωθούμε, να πάρουμε δύναμη, να αντλήσουμε έμπνευση και, τελικά, να προχωρήσουμε - ελπίζω να προχωρήσουμε...
Ο Κώστας Αρζόγλου, λιτός, βαθύς και ουσιαστικός στην ερμηνεία του σοφού παρατηρητή του παρελθόντος και του παρόντος, του προφήτη του μέλλοντος.  Έξοχος μέσος Έλληνας, ο Μιχάλης Μητρούσης, σε μιαν επίδειξη της χαρακτηριστικής ευκολίας, με την οποία συχνά περνάμε από την απελπισία στον ενθουσιασμό και τανάπαλιν. Συγκινητική, κλασική φιγούρα Ελληνίδας μάνας και συζύγου, η Γιώτα Φέστα. Αποφασισμένη, ονειροπόλα και ορμητική κόρη η Δώρα Χρυσικού. Πειστικά παθιασμένοι, κυρίως ερωτικά, η Αννίτα Κούλη, ερωτικά και πολιτικά, ο Γιάννης Καραούλης. Οικεία κυνικός επενδυτής ο Δημήτρης Αλεξανδρής και απολύτως αναγνωρίσιμος ως Έλληνας πολιτικός του χθες και του σήμερα ο αδιέξοδος Κυβερνήτης Βασίλης Παλαιολόγος. Ο Δημήτρης Μπάσης και η Δήμητρα Σταθοπούλου ερμήνευσαν τα τραγούδια τόσο επάξια και εξαιρετικά, που οι πρώτοι διδάξαντες, ο Γιάννης Πουλόπουλος και η Ρένα Κουμιώτη, θα πρέπει να είναι υπερήφανοι γι' αυτούς. Τον Μπάση τον γνωρίζουμε, οι φωνητικές και ερμηνευτικές του ικανότητες γνωστές και δοκιμασμένες στην ήδη μακρά μουσική διαδρομή του. Από την Δήμητρα Σταθοπούλου, ωστόσο, έχουμε κάθε λόγο να περιμένουμε τα καλύτερα στο άμεσο μέλλον. Η ίδια μπορεί τόσο πολλά, ώστε δικαιούμαστε να προσδοκούμε πως θα την προσέξουν μουσικοσυνθέτες και διοικητικοί παράγοντες της δισκογραφίας.








Η Αποστολία Παπαδαμάκη χορογράφησε με θεατρικότητα και λιτότητα, αποφεύγοντας αχρείαστες υπερβολές, ενώ η Δέσποινα Βολίδη σοφά υιοθέτησε γήινους χρωματικούς τόνους για τα κοστούμια.
Και σε περίπτωση που ρωτήσετε αν και πώς λειτουργεί η παράσταση, δεν έχω παρά το αυτονόητο να σας πω: Σαν παλιός φωνόγραφος, που παίζει ένα ανοιξιάτικο Σάββατο βράδυ αργά, κι η μουσική του κοντοστέκει λίγο, δίπλα στην γλάστρα, στο περβάζι, και φεύγει μετά από το ανοιχτό παράθυρο, απλώνεται στον δρόμο, στην γειτονιά, στην πόλη... Έξω ξημερώνει Κυριακή!..            







Σημείωση 1.: Οι φωτογραφίες της παράστασης είναι του Ζώη Τριανταφύλλου Σφακιανάκη.
                      Το εξώφυλλο του δίσκου και το χειρόγραφο του "Αγάλματος"
                      προέρχονται από άρθρο του φίλου Τάσου Καραντή στο μουσικό site e-orfeas
Σημείωση 2.: Θερμές ευχαριστίες στο πρωτοποριακό ραδιόφωνο Sin Radio  και, ασφαλώς, στην  Κα                         Δώρα Χρυσικού, που φρόντισε ευγενικά να παρακολουθήσουμε την παράσταση από                             ιδιαίτερα προνομιακή θέση!                    

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Πώς είναι να γυρνάς





Όσοι γεννηθήκαμε κάπου μέσα στην δεκαετία του '50 είμαστε μια γενιά μεταιχμίου. Προλάβαμε πολλά από τα παλιά - παλιούς ανθρώπους, παλιούς τόπους, παλιές ασχολίες. Μανάδες και θειάδες τις είδαμε να πλέκουν και να κεντάνε, να μπαλώνουν, να φτιάχνουν γλυκά του κουταλιού και λικέρ σπιτικά, να περνούν τις λίγες ώρες της σχόλης τους, αντί μπροστά σε μιαν οθόνη, δίπλα στο ραδιόφωνο ή κι απλώς κοιτώντας τους άντρες να διαβάζουν ένα βιβλίο, τα παιδιά τους να παίζουν στο χώμα της αυλής.

Κι είδαμε, αργότερα, τον κόσμο να αλλάζει. Τους παλιότερους να αποσύρονται, ακόμα και να πεθαίνουν κάποιοι, που τους νομίζαμε δεδομένους κι αθάνατους, έτσι που μας ήταν αδύνατον να φαντασθούμε τον τόπο, την ζωή, την καθημερινότητα χωρίς αυτούς. Είδαμε τα παλιά σπίτια να γκρεμίζονται, να αχρηστεύονται και να πηγαίνουν στα αζήτητα πράγματα, τέχνες, δεξιότητες. Ποιός στέλνει γράμμα πια, ποιός γράφει στο χέρι, ποιά κεντάει και ποιά ράβει, ποιό παιδί ξέρει τι σημαίνει αλάνα;






Οι σύγχρονες κοινωνίες κι οι σύγχρονοι τρόποι δεν ευνοούν την νοσταλγία, δεν καλλιεργούν το δέσιμο με τόπους κι ανθρώπους. Σπίτι δεν είναι εκεί που γεννήθηκες και μεγάλωσες κι έκανες φίλους... Σπίτι είναι εκεί όπου έχεις δουλειά και σπίτι πάλι γίνεται εκεί όπου θα σου τάξουν καλύτερο μισθό και ζωή πιο φανταχτερή κι εύκολη.

Είναι, όμως, έτσι; Είναι έτσι πραγματικά; Υπάρχει ζωή χωρίς νόστο; Αγώνας καθημερινός δίχως νοσταλγία γίνεται;   

Τρεις καλλιτέχνες μας βάζουν να το σκεφτούμε... "Πώς είναι να γυρνάς", λένε... Περιγράφουν; Ρωτάνε; Αναρωτιούνται; Περιμένουν να μάθουν; Ή ξέρουν κιόλας;  Και πώς γίνεται να ξέρουν; Είναι νέοι, πολύ νέοι... Τόσο νέοι, που αναρωτιέσαι  πώς τα ξέρουν όλα αυτά  τα πράγματα; Τα πρόλαβαν; Πώς πότε; Πού; Τις Κλωστές ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ, το μαλλί και τις βελόνες, το μπλε Βιβλιάριο του Ταμιευτηρίου... Μνήμες, που ξεθωριάζουν, χρώματα, που ξέβαψαν, ήχοι, που σβήνουν. Οι αισθήσεις μας προδίδουν λίγο-λίγο, ναι, αλλά οι ψυχές όχι. Κι οι ψυχές νοσταλγούν, ξέρουν και μπορούν να νοσταλγούν, να γυρνούν και να στριφογυρίζουν, να κλωθογυρίζουν, να επιστρέφουν. Γράφουν γράμματα οι ψυχές, γράμματα στο παρελθόν στέλνουν και λαμβάνουν κιόλας, γράμματα η μία στην άλλη, γράμματα σε ριγωτή κόλλα αλληλογραφίας, επιστολές με γράμματα καλλιγραφικά και ορθογραφία παλιακή, από εκείνη που σούλεγε να γράφεις  τραίνο κι όχι τρένο, αυγό κι όχι αβγό. Σαλιώνουν γραμματόσημα οι ψυχές και τα κολλάνε πάνω σε ωραίους φακέλους αλληλογραφίας, τα ρίχνουν στο ταχυδρομικό κουτί και περιμένουν κάποιος να τα λάβει κάποιος να τους απαντήσει...











Τέτοια επιστολή απ' την ψυχή τους στέλνουν οι τρεις συνεργάτες, ο φίλος εικαστικός  Κωνσταντίνος Κωστούρος, ο συγγραφέας του βασικού κειμένου Δημήτρης Τανούδης και η αφηγήτρια με την απίστευτη ένταση στο βλέμμα και το ρίγος στην φωνή, η Μαριλίζα Χρονέα, που έστησαν την διακαλλιτεχνική συνάντηση "Πώς είναι να γυρνάς" στον χώρο "Φωκίωνος Νέγρη 16", στην αντίστοιχη διεύθυνση  - σε ένα τοπόσημο, μιαν οδό ολόκληρη, με το δικό της βαρύ παρελθόν κι αυτή.          

Δεν βάζουν κανένα στοίχημα οι τρεις τους για την αξία και το βάρος του νόστου. Να στοιχηθούμε μαζί τους μας βάζουν, γιατί το ξέρουν πως μονάχα ο θάνατος δεν έχει νόστο και πως η ανθρώπινη ψυχή πάντα, όσο ζει ο άνθρωπος, με πυξίδα τον νόστο  πορεύεται. Και ιδού πως γαληνεύει επιστρέφοντας στην αρχή της και στην ρίζα της. Ιδού πώς γλυκαίνει και παίρνει δύναμη και ξαναρχίζει, γιατί αυτός είναι ο τρόπος της να νικάει τον χρόνο, να τον αψηφά, να τον ταράζει. Κι έτσι κάπως, μέσα από την ταραχή αυτή, να γεννιέται το καινούριο, στέρεα ριζωμένο στο παλιό!

Το "Πώς είναι να γυρνάς" δεν περιγράφεται εύκολα, καθώς είναι πολλά πράγματα μαζί: εικαστική εγκατάσταση - τόσο οικεία και ζεστή - κείμενο de profundis, ηθοποιία ως ποίηση ήθους, μουσική εξαιρετικά ατμοσφαιρική και ταιριαστή από τον Άκη Μπογιατζή. Πολλά μαζί κι όλα γλυκά, δικά μας, όλα κάτι μέσα μας ξυπνάνε και σημαίνουν - κι αξίζει, αξίζει πολύ, να το προλάβετε κι εσείς είτε την επόμενη Τετάρτη, 5/3, είτε την επόμενη Παρασκευή, 7/3... Εκεί, στην Κυψέλη, στις 7:30 το απόγευμα...








 
GreekBloggers.com