Οι δρόμοι στην πόλη είναι στενοί, με κίνηση και ζωντάνια στο εμπορικό κέντρο, αλλά ήσυχοι στις γύρω γειτονιές. Μολονότι δεν λείπουν τα αυτοκίνητα, τα ποδήλατα είναι πανταχού παρόντα και παραμένουν το δημοφιλέστερο κι απλούστερο μέσο μεταφοράς.
Την Κυριακή, παραμονή της Πεντηκοστής, όμως, η ατμόσφαιρα ακόμα και στην πιο απόμερη γειτονιά αλλάζει. Η καρδιά του Μεσολογγιού πάλλεται πια στον ρυθμό του Πανηγυριού του Άη Συμιού και ετοιμάζεται για τα επερχόμενα. Τα πρώτα γλέντια έχουν κιόλας αρχίσει από το βράδυ του Σαββάτου, αλλά, την Κυριακή, καθώς κοντοζυγώνει η ώρα της επίσημης έναρξης, τα πράγματα παίρνουν να σοβαρεύουν, όπως τους πρέπει.
Οι φορεσιές έχουν βγει από τις ντουλάπες - νάτες, φρεσκοσιδερωμένες! Κι οι αρματωσιές βγήκαν από μπαούλα και συρτάρια - δες, γυαλίζουν!
Χέρια γυναικεία περιποιούνται και φρεσκάρουν τα υφάσματα. Χέρια αντρικά χαϊδεύουν τα λαμπερά μέταλλα και τα σιδερικά. Κειμήλια γενεών, συμπύκνωση μνήμης, ζωή στο σήμερα, προβολή στο μέλλον - όλα τούτα μαζί σ' ένα κομμάτι ύφασμα, σε μια σπάθα μαυρισμένη απ' τον καιρό.
Το ντύσιμο, που γενικά αποτελεί για τον άντρα μια σωματική, σχεδόν μηχανική, διαδικασία, τώρα είναι πιο πολύ τελετουργία, ένα τυπικό, που ανοίγει την ψυχική διαδικασία. Μέσα από το Πανηγύρι του Άη Συμιού, ο Αρματωμένος βιώνει και ξαναβιώνει τον προγονικό μύθο, που, όμως, εδώ, στο Μεσολόγγι, δεν είναι παραμύθι, δεν είναι θρύλος φτιασιδωμένος. Εδώ είναι ιστορία χειροπιαστή, ιστορία τεκμηριωμένη, που πριν γίνει κεφάλαιο της Ιστορίας με Ι κεφαλαίο, πριν επηρεάσει δυναμικά την πορεία του Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, πριν κινητοποιήσει τους απανταχού Φιλέλληνες και ισχυρούς του καιρού εκείνου, είχε κιόλας με τρόπο τραγικό και συνάμα μεγαλειώδη αγγίξει την μικρή ιστορία της κάθε Μεσολογγίτικης οικογένειας, την καθημερινότητα του καθενός πλούσιου ή φτωχού κατοίκου της πόλης.
Οι γυναίκες, σε μεγάλο βαθμό κρατούν έναν διακριτικό ρόλο στο Πανηγύρι. Την Κυριακή, όμως, ετοιμάζουν το σπίτι και τα κεράσματα, συμμετέχουν στην προσμονή, μοιράζονται την υπερένταση.
Κι εκεί κατά το μεσημέρι, σαν έξαφνα ακουστεί από μακριά ήχος από νταούλια και ζουρνάδες, ξέρουν πως πλησιάζει ο Καπετάνιος, πως έρχεται ο αρχηγός της Παρέας, που μαζεύει ένα-ένα τα παλικάρια του από το σπίτι του τον καθένα. Και βγαίνουν στα κατώφλια και στον δρόμο, βγαίνουν στα μπαλκόνια και στις αυλές, έτοιμες να τον υποδεχθούν, να τον καλωσορίσουν, μαζί με την ζυγιά του κι όσα παλικάρια έχει κιόλας συγκεντρώσει, έτοιμες να παραδώσουν στην ευθύνη του τον σύζυγο, τον αδελφό, τον γιο.
Είναι μια σπουδαία στιγμή αυτή. Η υπερένταση της προσμονής, που κρατούσε όλο το πρωινό, γίνεται τώρα έξαψη, γίνεται προσδοκία για τα τραγούδια και για τους χορούς και για τα καλύτερα, που θάρθουν. Το σπίτι ανοίγει διάπλατα. Χαμόγελα, φιλιά, αγκαλιές, χωρατά και τραταρίσματα - όλα μαζί κι όλα ταυτόχρονα...
Όσο οι γυναίκες φιλεύουν την Παρέα, ο Αρματωμένος ολοκληρώνει το ντύσιμό του με τις τελικές λεπτομέρειες, σταυροκοπιέται όπως θα σταυροκοπήθηκαν οι Εξοδίτες και, έτοιμος πια, περνάει την τελευταία επιθεώρηση από τον Καπετάνιο, πίνει μια τελευταία γουλιά, ρίχνει μια τελευταία γυροβολιά κι αποχαιρετά τους δικούς του, αφήνει πίσω την καθημερινότητα, την ρουτίνα, τις έγνοιες, που τις επόμενες ώρες θα αρχίσει συστηματικά να πνίγει στο κρασί, στο τσίπουρο, στο τραγούδι, στον χορό.
Για τις επόμενες δυό μέρες, ο Αρματωμένος πορεύεται προς την δική του Έξοδο, ανασαίνει τον δικό του αέρα λευτεριάς κάτω από τον πλάτανο του Άη Συμιού, ανήκει μονάχα στον Καπετάνιο και στην Παρέα του. Το Πανηγύρι τώρα αρχίζει!
Για τον Αρματωμένο, για την Παρέα, για το Μεσολόγγι και τον Άγιο, για την τιμή της Εξόδου και για τον αέρα της λευτεριάς, για όλους μας... Το Πανηγύρι αρχίζει!..