Η παρωδία ως είδος γραφής είναι πρώτ’ απ’ όλα μια
ακροβατική άσκηση. Με κάθε του λέξη και φράση, ο συγγραφέας ακροβατεί πάνω σ’
ένα τεντωμένο σκοινί. Κάθε σκηνή, που προωθεί την πλοκή, πρέπει να κάνει ένα
βήμα μπροστά, διατηρώντας όχι μόνο την ισορροπία, αλλά και το ίδιο το σκοινί
ακέραιο – κι εύκολα χάνεται η ισορροπία, εύκολα σπάει το σκοινί!
Η παρωδία ταινιών κατασκοπείας «Οι Πρακτόρισσες»,
που έγραψε ο Γιάννης Καλαβριανός και σκηνοθέτησε ο Αυγουστίνος Ρεμούνδος για
τον Πολυχώρο VAULT
(Μελενίκου 26, Γκάζι), ενσωματώνει μια σειρά από πολύ δύσκολες επιλογές τόσο
στο συγγραφικό όσο και στο σκηνοθετικό επίπεδο. Επιλογές, που μπορούν, επίσης,
να χαρακτηρισθούν τολμηρές ή και πρωτοποριακές ακόμη, στον βαθμό που τόσο η
φόρμα όσο και το θέμα δεν απαντώνται συχνά στην Ελληνική δραματουργία, ώστε να
ξέρει κανείς πού να πατήσει και πώς.
Χωρίς ικανό και με αξιώσεις προηγούμενο, ο συγγραφέας
βουτάει στα βαθιά του κινηματογραφικού είδους, που κάποτε αποκαλούσαμε συλλήβδην
τζεϊμσμποντικό, αλλά, ταυτόχρονα, κλείνει το μάτι και σε μερικά από τα πιο
λαμπερά αστέρια του τηλεοπτικού σύμπαντος, από το Mission Impossible και
το Charlie’s Angels μέχρι
τον ανεκδιήγητο πράκτορα Smart. Εμπειρίες και αναμνήσεις, εικόνες και βιώματα,
από το φανταστικό αυτό πάνθεον σοβαρών και κωμικών χαρακτήρων μπλέκονται με
παιδικούς κλεφτοπόλεμους, εντάσσονται δημιουργικά στον καμβά του έργου και,
τελικά, ζωντανεύουν ακόμα πιο δημιουργικά σε μια μικρή σκηνή, μπροστά στα έκπληκτα
μάτια των θεατών. Κι αυτό γιατί το κατόρθωμα της συγγραφής ενός τέτοιου έργου συμπληρώνεται
και ολοκληρώνεται από το κατόρθωμα της σκηνοθεσίας, που μετατρέπει τον δεδομένα
περιορισμένο χώρο σε πίστα, όπου εκτυλίσσονται τα απίστευτα, χωρίς, όμως, να
γλιστρήσει και να τσακιστεί πουθενά κανένας: ούτε ο συγγραφέας ούτε ο
σκηνοθέτης ούτε οι ηθοποιοί.
Τρεις σύγχρονοι Άγγελοι του Τσάρλυ,
γυναίκες-κατάσκοποι σε εφεδρεία, ανακαλούνται στην ενεργό δράση για να σώσουν
τον κόσμο μας, που κινδυνεύει για μιαν ακόμη φορά από τους κακούς.
Οι δύο δεν κρύβουν τις αρχετυπικά τζεϊμσμποντικές
αναφορές τους: Λεπτεπίλεπτη Ιταλίδα με κορμοστασιά αυθεντικού μοντέλου, η Μάρα
Δαρμουσλή, ο τύπος γυναίκας, που δεν λείπει από ταινία του Τζέιμς Μποντ. Πιστευτή
pole
dancer
καριέρας,
χυμώδης Λευκορωσίδα με ιδεώδεις καμπύλες, επιβλητική εκφορά λόγου και συνολικό στυλ
Ούρσουλα Άντρες, η Τριανταφυλλιά Ταμπαλιάκη. Η τρίτη, η Αλκμήνη Σταθάτου, προσωποποιεί
την ιδιαίτερα αναγνωρίσιμη Ελληνική πινελιά στο τρίο, μέσα από την τσαχπινιά
και την αποτελεσματική «αφέλεια» της μικροκαμωμένης, καταφερτζούς, Ελληνοπόντιας.
Όλες μαζί συνθέτουν ένα αχτύπητο τρίο, που μέσα στα
100 λεπτά της διάρκειας του έργου θα περάσει επιτυχώς διά πυρός και σιδήρου,
για να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Οι ρυθμοί του έργου είναι αναμενόμενα
καταιγιστικοί, όπως, βέβαια, συμβαίνει πάντα στις ταινίες δράσης – με την
διαφορά, όμως, ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με έργο θεατρικό και με μέσα αναγκαστικά
περιορισμένα.
Όσο αξίζει, επομένως, το έργο για τους σπαρταριστούς διαλόγους, άλλο τόσο αξίζει για τον τρόπο, με τον οποίο ο σκηνοθέτης εξαντλεί όλα τα δυνατά ευρήματα, για να αναπαραστήσει τα κατασκοπικά βάσανα και να εικονοποιήσει την δράση. Για να υλοποιήσει το θαύμα, στην διάθεσή του έχει μονάχα τρεις καρέκλες – αυτό είν’ όλο κι όλο το σκηνικό και τα υλικά του! – αλλά το κρυφό του όπλο και το βαρύ πυροβολικό είναι οι τρεις γυναίκες, οι τρεις πρωταγωνίστριες, που αλωνίζουν την σκηνή ακούραστα και διαπρέπουν σε όλα: από χορούς αποπλάνησης και πολεμικές τέχνες μέχρι βασανιστήρια αιχμαλώτων.
Όσο αξίζει, επομένως, το έργο για τους σπαρταριστούς διαλόγους, άλλο τόσο αξίζει για τον τρόπο, με τον οποίο ο σκηνοθέτης εξαντλεί όλα τα δυνατά ευρήματα, για να αναπαραστήσει τα κατασκοπικά βάσανα και να εικονοποιήσει την δράση. Για να υλοποιήσει το θαύμα, στην διάθεσή του έχει μονάχα τρεις καρέκλες – αυτό είν’ όλο κι όλο το σκηνικό και τα υλικά του! – αλλά το κρυφό του όπλο και το βαρύ πυροβολικό είναι οι τρεις γυναίκες, οι τρεις πρωταγωνίστριες, που αλωνίζουν την σκηνή ακούραστα και διαπρέπουν σε όλα: από χορούς αποπλάνησης και πολεμικές τέχνες μέχρι βασανιστήρια αιχμαλώτων.
Στους άλλους, διόλου αμελητέους και δεύτερους, ρόλους:
Η Ευγενία Αποστόλου πλάθει την Ζαμπίνε, την αρχηγό
της Ρωσικής Ακαδημίας κατασκόπων. Μια «Μ» Ρωσικών προδιαγραφών, με περισσή αυτοπεποίθηση,
αυστηρότητα και ακαμψία, που σπάει μονάχα στο τέλος, όταν αποκαλύπτεται η συναισθηματική
Αχίλλειος πτέρνα της.
Ο Πωλ Ζαχαριάδης, με τον αβανταδόρικο, πολλαπλό του
ρόλο, ζωντανεύει μια σειρά από χαρακτήρες, μέσα από συνεχείς μεταμορφώσεις,
μεταμφιέσεις, γκριμάτσες και ατάκες, που χαρακτηρίζονται από το σωστό timing και
μένουν αξέχαστες.
Σ’ αυτό το διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον της διεθνούς κατασκοπείας, η Χριστίνα Δενδρινού ως δεξί χέρι της Ζαμπίνε, καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα επικίνδυνη και σέξυ. Έχει τον τρόπο της, έχει το παρουσιαστικό, έχει το ταλέντο.
Στον ρόλο του αναπάντεχα πανταχού παρόντος Αμερικανού Πρέσβυ, ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ο Αυγουστίνος Ρεμούνδος, με κοψιά και γλώσσα σώματος κατ’ ευθείαν από το Τέξας. Πιο πειστικός και άμεσος δεν γινόταν να είναι!
«Οι Πρακτόρισσες», όπως είναι αναμενόμενο, σώζουν,
φυσικά, τον κόσμο.
Σώζουν, όμως, και το δίωρο, που μπορείτε και που αξίζει να τους
αφιερώσετε ένα Σαββατόβραδο στις 9 μμ. ή μια Κυριακή στις 6 μμ. Μη διστάσετε να τους αναθέσετε την αποστολή αυτή - θα τα καταφέρουν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου