Οι δυσλειτουργικές οικογένειες αποτελούσαν ανέκαθεν προσφιλές όσο και προνομιακό θέμα για το παγκόσμιο θέατρο. Περίπλοκοι, αντιθετικοί, χαρακτήρες με διαφορετικές αρχές και αξίες σε διαρκή σύγκρουση μεταξύ τους και με αδυναμία προσαρμογής και αφομοίωσης στο περιβάλλον τους αναμένουν την εμφάνιση εκείνου του καταλυτικού παράγοντα, που θα οδηγήσει στην θεατρική κάθαρση - και στην εξαγωγή των απαραίτητων διδαγμάτων, που θα πάρει ο θεατής μαζί του, φεύγοντας.
Το είδος της δραματικής κομεντί, που καλλιέργησε ιδιαίτερα η Αμερικανική δραματουργική παράδοση και, βέβαια, ο κινηματογράφος δεν μπορούσε να αφήσει ανεκμετάλλευτο ένα τέτοιο θέμα. Εμπλούτισε την δραματική πλοκή με μικρότερες ή μεγαλύτερες χιουμοριστικές πινελιές εδώ κι εκεί, αποφορτίζοντας τακτικά τον θεατή και κάνοντας έτσι την πλοκή λίγο πιο ελκυστική αλλά και πιο αληθοφανή, καθώς η ζωή δεν είναι ποτέ μόνον τραγωδία, καθώς το γέλιο, το χαμόγελο, έστω και στην πικρή του εκδοχή, δεν λείπει ούτε στις πιο δραματικές στιγμές μας.
Το θεατρικό έργο του
Scott McPherson (1959-1992) "Marvin's room", υπήρξε το κορυφαίο κύκνειο άσμα του Αμερικανού συγγραφέα, που ευτύχησε να γνωρίσει μεγάλη επιτυχία τόσο στο θεατρικό σανίδι όσο και στην κινηματογραφική του μεταφορά, με ένα λαμπρό επιτελείο ηθοποιών όπως η Diane Keaton, η Meryl Streep, ο Robert de Niro και ο Leonardo di Caprio.
Αναμφίβολα, ο νεαρός συγγραφέας βούτηξε στα βαθιά, μαύρα, νερά των πιο προσωπικών του βιωμάτων, για να αποδώσει το μεγαλείο του ανθρώπου και της αγάπης μέσα στην τραγωδία, καθώς την ίδια ώρα ο ίδιος και ο σύντροφός του έλιωναν από επιπλοκές του AIDS, φροντίζοντας διαδοχικά ο ένας τον άλλο.
Ευφυώς, ο McPherson αποφεύγει να αναφερθεί στο AIDS, ένα θέμα ιδιαίτερα φορτισμένο στα τέλη της δεκαετίας του 80 και στις αρχές του 90, που γράφτηκε και πρωτοανέβηκε το έργο. Με την επιλογή του αυτή, βγάζει από τον πυρήνα της κεντρικής ιδέας την συγκεκριμένη ασθένεια, με όλες της τις συνεκδοχές, και επιτρέπει γενναιόψυχα στον θεατή να επικεντρωθεί στην δύναμη της αγάπης, στην ανιδιοτελή στοργή, στους ακατάλυτους οικογενειακούς δεσμούς. Άλλωστε, για τις αλήθειες του έργου, σημασία δεν έχει ούτε το είδος της ασθένειας ούτε το είδος της τραγωδίας.
Η υπόθεση του έργου συνοπτικά αποδίδει το θέμα και το κλίμα, στο οποίο θα εισχωρήσει ο θεατής:
"Ο Χανκ μαθαίνει από την μητέρα του, Λι, την ύπαρξη της θείας του Μπέσυ, που πάσχει από λευχαιμία και χρειάζεται μυελό των οστών για μεταμόσχευση. Η Μπέσυ ζει στην Φλόριντα, όπου φροντίζει την ανάπηρη θεία της, Ρουθ και τον κατάκοιτο πατέρα της, Μάρβιν. Με αφορμή την ασθένεια της Μπέσυ η οικογένεια ξαναενώνεται και οι δύο αδερφές ξανασυναντιούνται, ύστερα από 18 χρόνια: είχαν να βρεθούν από τότε που ο πατέρας τους είχε πάθει το πρώτο εγκεφαλικό. Η μία αποφάσισε να αφιερώσει όλη την ζωή της στην φροντίδα αυτών των ανθρώπων και η άλλη να κυνηγήσει τα όνειρα της. Η Μπέσυ έμεινε με την οικογένειά της και η Λι αποφάσισε να φτιάξει την δική της. Το καθήκον και τα πρέπει από τη μια, τα θέλω από την άλλη. Δύο εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες, που είναι αδύνατο να μην οδηγηθούν σε σύγκρουση. Η αρρώστια τώρα της Μπέσυ γίνεται η χαμένη ευκαιρία να ξαναβρούν η μια την άλλη, να ξαναχτίσουν τη σχέση τους από την αρχή, να κερδίσουν το χαμένο χρόνο, να παραμερίσουν όλα αυτά, που τις χώρισαν και να δουν τη ζωή τους από διαφορετική οπτική γωνία.Όλα αυτά μέσα από την αφήγηση του Χανκ σήμερα, 25 χρόνια μετά: ο 43χρονος πια Χανκ μας αφηγείται την ιστορία του και τον τρόπο που η Μπέσυ του άλλαξε την ζωή, με την στάση της, την ανιδιοτελή της αγάπη, την δοτικότητα και την αισιοδοξία της."
Ο σπόρος της τραγωδίας είναι εκεί, στο μαλακό υπογάστριο του έργου, αλλά ο McPherson τον αφήνει εκεί, στα χαμηλά και στα σχεδόν σκοτεινά, σαν να μας λέει πως η όποια τραγωδία δεν είναι παρά η αφορμή για να βγει μπροστά ο άνθρωπος, το μεγαλείο των ανθρώπινων συναισθημάτων, το ακατάλυτο των ανθρώπινων σχέσεων.
Πιστός, θαρρώ, σ' αυτό το πνεύμα, ο Δημήτρης Καρατζιάς επιλέγει το έργο "Marvin's room", και το ανεβάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα ο ίδιος, στην κυψέλη πολιτισμού του Βοτανικού, που λέγεται Vault.
25 χρόνια μετά το πρώτο του ανέβασμα, στρην Αμερική, το έργο δεν έχει χάσει τίποτε από την φρεσκάδα και την επικαιρότητά του. Συνεχίζει να μας αφορά! Οι χαρακτήρες παραμένουν ανθρώπινοι, παγκόσμιοι, διαχρονικοί και, τελικά, πιστευτοί. Το ίδιο κι οι καταστάσεις. Και τα συναισθήματα. Και οι διάλογοι.
Στα 100 λεπτά της παράστασης, οι θεατρικές εικόνες εναλλάσσονται με χαρακτηριστικά γοργό ρυθμό. Μέσα τους κινούνται το ίδιο γοργά οι χαρακτήρες, χειρονομούν, φωνάζουν διαμαρτύρονται, υπομένουν τους άλλους χαρακτήρες όπως υπομένουν και τις καταστάσεις όπως αντέχουν και τα λόγια. Λόγια άλλοτε σκληρά κι άλλοτε αδέξια, άλλοτε τραγικά κι άλλοτε αστεία, χαριτωμένα, πνευματώδη. Λόγια καρφιά και λόγια χάδια. Όπως αλλάζουν οι σκηνές κι όπως πηγαινοέρχονται οι άνθρωποι, όπως αλλάζουν ρούχα κι όπως αλλάζουν όψη, οι χαρακτήρες σταδιακά κερδίζουν το ανάγλυφό τους, εξανθρωπίζονται κι έπειτα ταυτίζονται με οικεία μας πρόσωπα, αναγνωρίζονται. Γίνονται η θεία μας, η ξαδέλφη μας, η μάνα μας, ο φίλος μας, ο γιατρός, που χρειαστήκαμε κάποτε.
Ο τόνος της φωνής τους, το παράπονο, τα λόγια τους είναι και δικά μας - κάποτε τάπαμε, κάποτε τα ακούσαμε κι εμείς, κάποτε μας λύγισαν, κάποτε μας ατσάλωσαν! Κι έτσι γνωριστήκαμε ή ξαναγνωριστήκαμε με ανθρώπους της ζωής μας και με συνθήκες και με καταστάσεις.
Οι διάλογοι του McPherson, σοφά μετρημένοι σε χιούμορ, πνεύμα, βαρύτητα και συναισθηματική διεισδυτικότητα, γίνονται όπλο ακριβείας στα σκηνοθετικά χέρια του Δημήτρη Καρατζιά. Στο τελικό αποτέλεσμα είναι προφανές ότι μ' αυτούς έχει εμβολιάσει το υποκριτικό του επιτελείο κι έχει καταφέρει να αποσπάσει σωστούς τόνους φωνής, καίρια γλώσσα των σωμάτων, υποδειγματικό sense of timing σε κινήσεις, χειρονομίες, εκφράσεις προσώπου και λεκτικές αντιδράσεις. Ίσως να μην είναι τυχαίο πως διάλεξε τακτικούς και δοκιμασμένους συνεργάτες του Vault για το ζωντάνεμα του έργου.
Πρωτίστως, η Αθηνά Τσιλύρα, η άτεγκτη μάνα της κλειστοφοβικής
"Πνιγμονής" μεταμορφώνεται εδώ σε μιαν άκρως συναισθηματική προσωπικότητα. Η "Μπέσυ" της, εύθραυστη στην ασθένειά της, παραμένει, ταυτόχρονα, τόσο σίγουρη για τις επιλογές της και, κυρίως, για την αξία του υπέρτατου συναισθήματος της αγάπης, ώστε, αντί να γίνει κομμάτια και θρύψαλα, αναδεικνύεται στον καταλύτη εκείνο που μπορεί να αλλάξει, αν όχι τον ρου των πραγμάτων, πάντως την ζωή και την ψυχοσύνθεση όλων γύρω της.
Η Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, με πρόσφατη την επιτυχία και, κυρίως, την εμπειρία, του απαιτητικού "Επάγγελμα πόρνη", δίκαια αφήνει πίσω της κι έξω από την πόρτα την τηλεοπτική της αναγνωρισιμότητα, κινούμενη πλέον με άνεση και γνώση σε άλλη πίστα, που δικαιώνει την ίδια και ψυχαγωγεί με την αρχέτυπη έννοια τον θεατή. Η "Λι" της ακκίζεται, ναρκισσεύεται, οξύνει τις γωνίες και παροξύνει τον λόγο της, διαφεντεύει και καταπιέζει, ώσπου τελικά να εξελιχθεί συναισθηματικά επί σκηνής και να κάνει επαφή με την Μπέσυ, που αποξένωσε - δηλαδή με την ίδια την ανθρώπινη ουσία της, που (νόμιζε πως) είχε καταστείλει για χάρη των φιλοδοξιών της.
Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης, που μεγαλούργησε στον απαιτητικό μονόλογο του
"Μάρτυς μου ο Θεός", αξιομνημόνευτα χαριτωμένος στην αδεξιότητά του και σπουδαία ακριβής στην εκφορά του λόγου και στις κινήσεις του, μας καταφέρνει εδώ να αγαπήσουμε τον γιατρό-μαντατοφόρο των κακών ειδήσεων.
Η Γιάννα Σταυράκη, πάλι της "Πνιγμονής", υποδεικνύει πόσο πολύτιμο μπορεί να είναι να χάνεται κανείς στον κόσμο του και να καταφέρνει να μένει εκεί σε δύσκολες ώρες.
Ο Στράτος Στρατηγαρέας, αποδεικνύεται εξαιρετικά αποτελεσματικός στον ρόλο του καταπιεσμένου και συνεσταλμένου έφηβου, χάρις σε έναν εμπνευσμένο και πειστικό συνδυασμό έκφρασης, κινησιολογίας και βλέμματος.
Τελευταίος, last but not least, ο σκηνοθέτης, που δίδαξε όλους τους προηγούμενους όλα τα προηγούμενα. Ο Δημήτρης Καρατζιάς έκανε με τον τρόπο του δικό του το θεατρικό του McPherson και μετέφερε την ουσία του δωματίου του Marvin από την Φλόριντα στον δικό μας Βοτανικό. Συχνά έπαιζε μονάχα με το βλέμμα του και την στάση του σώματος. Μηχανικός εδώ με τα όλα του, την φόρμα του και την εργαλειοθήκη του - μέσα στον ρόλο με φυσικότητα και χωρίς επιτήδευση. Σε δεδομένες στιγμές του έργου, η μεταλλική εργαλειοθήκη γινόταν στα χέρια του καταφύγιο, μέσο εκτόνωσης. Τα εργαλεία φάνταζαν προέκταση των χεριών του, καθώς τα γυάλιζε και τα καθάριζε με στοργή και με τόσο φυσικό τρόπο, ώστε να είναι πάντα έτοιμα να ανταποκριθούν στην αποστολή τους. Με την ίδια στοργή, δηλαδή, και με τον ίδιο τρόπο, που προετοίμασε και τους ηθοποιούς του!
Για όλα αυτά και για πολλά ακόμη, που θα ανακαλύψετε μόνοι σας, αξίζει να δείτε το "Marvin's roοm", που παίζεται κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 21:00 και κάθε Κυριακή στις 18:00, στο Vault του Βοτανικού, στην οδό Μελενίκου 26.