Το πρωτεύον στοιχείο του κλασικού πλέον Αμερικανικού κινηματογραφικού είδους, που αποκαλούμε "φιλμ νουάρ", είναι η ατμόσφαιρα, το γενικό κλίμα, μέσα στο οποίο κινούνται και δρουν οι λίγο πολύ αρχετυπικοί χαρακτήρες της βασικής ιστορίας. Κι αυτό είναι το πρώτο στοίχημα, που ξεκάθαρα κερδίζει ο Βαλεντίνος Τσίλογλου φέτος στο ΘΕΑΤΡΟ ΒΑΦΕΙΟ - ΛΑΚΗΣ ΚΑΡΑΛΗΣ.
Με βραβεία για τις επιδόσεις του στο Queer Theatre και με επιτυχή θητεία στην κωμωδία καταστάσεων, o Τσίλογλου δοκιμάζει τώρα τον εαυτό του και τους συνεργάτες του στο "ΥΠΟΠΤΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΟΝΟ ΜΟΥ", ένα αστυνομικό whodunit δράμα, που έγραψε και σκηνοθέτησε ο ίδιος, ακολουθώντας τους απαράβατους κώδικες του φιλμ νουάρ. Από την μια, οι συνθήκες και οι περιστάσεις: Νέα Υόρκη, μεγαλοαστικό περιβάλλον, χρήμα, έρωτες φανεροί και κρυφοί, ζήλεια και φθόνος, πάθη, καταπιεσμένα μίση, υποκρισίες και θεατρινισμοί και, βέβαια, έγκλημα. Κι από την άλλη, τα πρόσωπα της ιστορίας: η μοιραία γυναίκα, ο εκ των ων ουκ άνευ ντετέκτιβ, ο μπάτλερ, η μεγαλοκυρία με τις έντονες χειρονομίες, που επιδεικνύουν την κυριαρχία της στον χώρο και στις ζωές των άλλων, ο επιτηδευμένος συγγραφέας, ο θολών προθέσεων μνηστήρας.
Χαρακτήρες αμφιλεγόμενοι και άνθρωποι με παρελθόν.
Κίνητρα για όλους - φημολογούμενα, εικαζόμενα, χειροπιαστά, αδιάφορο. Όλοι κάποια έχουν.
Μυστικά, που πλανώνται στον αέρα, ψέματα κι αμηχανίες, που πασχίζουν να κρυφτούν στους καπνούς των τσιγάρων και να διαλυθούν στο αλκοόλ. Στο πολύ αλκοόλ.
Ματαιώσεις, που βρίσκουν διέξοδο στα χαρτιά της τράπουλας. Αυτά είναι μερικά από τα συνθετικά στοιχεία του φιλμ νουάρ και αυτά δίνουν και τον τόνο στον οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο του θύματος στο έργο του Τσίλογλου: η νέα, πλούσια και όμορφη Άννα Γουώρεν δολοφονείται και όλα τα πρόσωπα γύρω της έχουν το καθένα τον δικό τους λόγο για να την δολοφονήσουν, να πουν ψέματα, να κρύψουν κάτι.
Ο νεαρός ντετέκτιβ Τζώρτζ Φέρμπεν αναλαμβάνει την εξιχνίαση του εγκλήματος, εισβάλλοντας στην περίκλειστη υψηλή κοινωνία της Νέας Υόρκης του '50, που πίσω από μιαν επίφαση κουλτούρας και υπαρξιακών ανησυχιών, πίσω από τα ξένοιαστα γέλια, την αμεριμνησία, την επίδειξη, την επιτήδευση, κρύβει τα αδιέξοδά της και την αγωνία της για το μέλλον, την διατήρηση των κεκτημένων, του τρόπου ζωής της. Είναι το έγκλημα η λύση στα προβλήματα, η εκτόνωση στα ανομολόγητα πάθη; Κι αν ναι, ποιός έχει τα κότσια να φτάσει ώς αυτό; Και πώς μπορεί να καλύψει τα νώτα και τα ίχνη του;
Ο Φέρμπεν έρχεται αναγκαστικά σε μετωπική σύγκρουση με όλο τον κύκλο των υπόπτων και προσπαθεί να τους "σπάσει", να τους κάνει να ξανοιχτούν, να φωτίσουν την σχέση τους με το θύμα. Εύλογο και εμφανές ότι η επαφή με το περιβάλλον αυτό γεννά αρχικά αμηχανία στον ντετέκτιβ, προβληματίζεται, αποπροσανατολίζεται, αλλά επιμένει. Με την ορμητικότητα της ηλικίας, το πάθος για την ανακάλυψη της αλήθειας, ακόμα και με την φυσική του γοητεία, πασχίζει και καταφέρνει να κρατήσει το πάνω χέρι σε μια περίπλοκη κατάσταση και να διεισδύσει σταδιακά στους χαρακτήρες των υπόπτων.
Ο jeune premier της παράστασης, Δημήτρης Παπάς, μοιάζει να έχει ενσωματώσει ιδανικά στον Φέρμπεν πολλά στοιχεία είτε σύμφυτα με την ηλικία του είτε από την προσωπικότητα και το ιστορικό του, κάνοντας έτσι τον ρόλο δική του υπόθεση. Ο Φέρμπεν του είναι ευαίσθητος, ανοιχτός στα πάθη του έρωτα, αλλά, ταυτόχρονα, και αποφασισμένος, άτεγκτος, εκπρόσωπος του Νόμου. Κινείται άνετα και συνεχώς σε όλο το μήκος και το πλάτος της σκηνής, διανθίζει την εκφορά του λόγου του με πειστικές χειρονομίες, βλέμματα με νόημα, άλλοτε συννεφιασμένα, άλλοτε σκοτεινιασμένα.
Ο Πάνος Τσαλιγόπουλος, στον ρόλο του Άνταμ, είναι ο μνηστήρας του θύματος. Πίσω από τους επιτηδευμένους τρόπους της καλής κοινωνίας και την λουσάτη βιτρίνα, πίσω από το αθώο πρόσωπο, ο Άνταμ κρύβει τις ανασφάλειές του για το χρήμα, που του λείπει, για το μέλλον του, που παραμένει αβέβαιο, όσο εκκρεμεί ένας καλός, συμφέρων και επωφελής γάμος.
Ο Τσαλιγόπουλος, πέραν της θεατρικής του πείρας σε πληθώρα χαρακτήρων, διαθέτει το παρουσιαστικό, το πρόσωπο, το physique, και ασφαλώς την κινησιολογία, για να ζωντανέψει τον Άνταμ, ερασιτέχνη προικοθήρα, αδέξιο ζιγκολό, ψιλομπαγαπόντη, που διέρχεται από μια μεγάλη γκάμα αισθημάτων, καθώς ταλαιπωρείται, απελπίζεται, εκπλήσσεται πότε με το στενό πρεσάρισμα του ντετέκτιβ πότε με τις ανατροπές της πλοκής, της ίδιας του της ζωής, όπως (νόμιζε ότι) την είχε καλοσχεδιάσει.
Η Λούλα Τριανταφύλλου, οικεία πλέον στο θεατρόφιλο κοινό, μπολιάζει στοχευμένα και συστηματικά με το προσωπικό της τεμπεραμέντο τους ρόλους της. Έχει την γνώση και τους τρόπους, ώστε να γίνεται απολαυστική στην κωμωδία, να προκαλεί την ενσυναίσθηση του θεατή στο δράμα. Στην "ΥΠΟΠΤΗ" περνάει με άνεση και πολύ αέρα στην ιδιοσυγκρασία της Νεοϋορκέζας μεγαλοαστής, της socialite θείας Χέντα. Στην Χέντα προσωποποιείται η αργόσχολη αριστοκρατία του χρήματος, που δεν πιστεύει παρά στο χρήμα, που δεν έχει και πολλά άλλα πέρα από άφθονο χρήμα και χρόνο για να περιφέρει το κενό της, να κομπορρημονεί, να νοιώθει κυρίαρχος του κόσμου. Ενός κόσμου, που πιθανότατα δεν εκτείνεται πέρα από μερικά τετράγωνα του Midtown Manhattan, αλλά αυτό της φτάνει, γιατί αυτά τα τετράγωνα είναι ο ομφαλός της Γης.
Η Τριανταφύλλου προσαρμόζει επιμελώς και λεπτομερώς την εμφάνισή της στα εξωτερικά δεδομένα της κοινωνικής τάξης της Χέντα και με μαεστρία επιβάλλεται στο περιβάλλον της, αξιοποιώντας χειρονομίες, φωνές, εκρήξεις και γκριμάτσες, που βγάζει από την, ως φαίνεται, ανεξάντλητη υποκριτική της φαρέτρα.
Ο βετεράνος Νίκος Αβαγιανός, έπειτα από ένα μεγάλο - 44 ολόκληρα χρόνια! - διάλειμμα αποχής από το θέατρο για χάρη της μουσικής και του τραγουδιού, επιστρέφει στην πρώτη του καλλιτεχνική αγάπη, το θεατρικό σανίδι, και δίνει το παρών στην "ΥΠΟΠΤΗ", ερμηνεύοντας τον ρόλο του επιτυχημένου συγγραφέα Τόμας Νηλ. Η θεατρική πείρα - και, μάλιστα, δίπλα σε θρύλους, όπως η Έλλη Λαμπέτη ή ο Ντίνος Ηλιόπουλος - παρέχει στον Αβαγιανό το υπόβαθρο για να ξετυλίξει το ταλέντο του και να υποστηρίξει με φυσικότητα τον έναν από τους βασικούς ανδρικούς ρόλους του έργου.
Ο Νηλ διακατέχεται από την έπαρση του επιτυχημένου και το ειρωνικό στυλ λόγου και συμπεριφοράς, που συνοδεύει μερικές φορές τους συγγραφείς. Είτε με τον λόγο του είτε με την στάση του, αντιμετωπίζει τους άλλους αφ' υψηλού, κρίνει ότι, όντας συγγραφέας, είναι αρκούντως φιλοσοφημένος, διαβασμένος, περπατημένος, ώστε να τους υποβλέπει, να τους υποτιμά, να τους νουθετεί, να τους κατευθύνει. Και δεν διστάζει να το κάνει αυτό ακόμα και με τον ντετέκτιβ Φέρμπεν, που, πάντως, δεν δείχνει να "μασάει" από τέτοια. Για πολλούς λόγους και σε πολλά επίπεδα, η σύγκρουση μεταξύ τους είναι μοιραία. Και είναι σύγκρουση προσωπικοτήτων, σύγκρουση στάσεων ζωής και σκοπών, σύγκρουση ηλικιών και παθών, που την διεκπεραιώνουν αβίαστα ο Αβαγιανός και ο Παπάς, με τελικό νικητή τον...
Στον στενό κύκλο της Γουώρεν ανήκει και η αποκαλούμενη Μαμασίτα, φυσιογνωμία εμβληματική, ψαγμένα σκοτεινή. Την υποδύεται η Καίτη Βαρβαρέσου, με τρόπο, που στιγμές στιγμές προκαλεί δικαιολογημένη ανατριχίλα. Μελετημένο παρουσιαστικό, που παραπέμπει σε αυστηρή Γυμνασιάρχη του περασμένου αιώνα, γωνιώδες πρόσωπο, εκφορά λόγου, που δεν αφήνει περιθώρια αντιρρήσεων.
Η Βαρβαρέσου έχει επιμεληθεί εξαντλητικά όλες τις λεπτομέρειες της προσωπικότητας της Μαμασίτα. Και μας τις αποκαλύπτει. Όλες - εκτός από την λειτουργία του σκοτεινού μυαλού της.
Ο μπάτλερ Άλαν του Νικόλα Γεωργανή κινείται με απόλυτη πειστικότητα και αέρα έμπειρου υπηρέτη ανάμεσα σε όλους αυτούς τους χαρακτηριστικούς τύπους. Ευκίνητος και ευέλικτος, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Εξυπηρετικός και υποτακτικός, αλλά όχι δουλικός. Με σπιρτάδα. Και με σαφώς άγρυπνο μάτι, με αυτί έτοιμο να συλλάβει ό,τι ψιθυρίζεται ή διαδραματίζεται πίσω από κλειστές πόρτες. Αλλά και με αισθήματα, τα οποία αποδίδει ο Γεωργανής, καθιστώντας ανάγλυφο τον χαρακτήρα, που υποδύεται.
Όσα ξέρει ο μπάτλερ, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος - και ούτε θα τα μάθει ποτέ, αν ο μπάτλερ αγαπάει την Κυρία του, αν της είναι πιστός, αν την προστατεύει ακόμη και μετά θάνατον. Εκτός κι αν τον "σπάσει" ο ντετέκτιβ Φέρμπεν, κερδίζοντας τεχνηέντως την εμπιστοσύνη του.
Ένα αστυνομικό δράμα, πριν γίνει αστυνομικό, είναι συνήθως ερωτικό δράμα. Τα περισσότερα εγκλήματα, άλλωστε, γίνονται για τον έρωτα ή το χρήμα ή και τα δύο. Η "ΥΠΟΠΤΗ" του Τσίλογλου, έτσι καθώς πατάει γερά στην παράδοση του φιλμ νουάρ, δεν θα μπορούσε παρά να έχει στο δυναμικό της και την μοιραία γυναίκα, την femme fatale της ιστορίας. Η Γκλόρια, στενή φίλη της Γουώρεν, καθυστερεί λίγο να εμφανισθεί ουσιαστικά στην πλοκή, αλλά ο θεατής ξέρει, οσμίζεται, την ύπαρξή της και τον ρόλο της σε αυτήν. Η ενσάρκωση της Γκλόρια από την Δήμητρα Μπουρνελέ τον αποζημιώνει δεόντως.
Η Γκλόρια της Μπουρνελέ, με το άψογο μακιγιάζ, το άψογο μαλλί, το τσιγάρο στην άκρη των χειλιών, το κορμί και το πολλά υποσχόμενο βλέμμα, έχει ξεπηδήσει ατόφια από Χολυγουντιανή ταινία του '50, σαγηνεύει ό,τι βρεθεί στο πέρασμά της, σκορπάει υποσχέσεις, που δεν μπορείς να διακρίνεις αν είναι υποσχέσεις άφατης ευτυχίας ή αναπόδραστης καταστροφής.
Στην καρδιά της πλοκής, πίσω από καταστάσεις και ανθρώπους, βρίσκεται, φυσικά, η ίδια η Άννα Γουώρεν. Γυναίκα - αντικείμενο του πόθου για πολλούς, μέλος της υψηλής κοινωνίας, πλούσια, επαγγελματίας επιτυχημένη, η λύση του προβλήματος επιβίωσης για τον μνηστήρα της, προστατευόμενη και έρωτας ανομολόγητος του συγγραφέα Τόμας Νηλ.
Το πορτραίτο της Γουώρεν δεσπόζει στο σαλόνι της δράσης και των ανακρίσεων, η μορφή της στοιχειώνει τον ντετέκτιβ Φέρμπεν, τον παθιάζει, όπως έχει παθιάσει και όλους τους επίδοξους εραστές της. Τυλιγμένη σε μιαν αχλύ μυστηρίου, παίζει ή έπαιζε κάποιο παιχνίδι; Και ποιό; Και με ποιόν; Ίσως με όλους... Η Ρόμυ Βασιλειάδη, στον ρόλο της Γουώρεν, εκφράζει με υποκριτική δεινότητα τα αισθήματα και τις σκέψεις, που διακατέχουν την ηρωίδα. Ευαισθησίες, ανασφάλειες, έκπληξη, θλίψη, απορία, δυναμισμός, όλα περνούν στην ώρα τους από το πρόσωπό της, υπογραμμίζονται από την αναμφισβήτητη γοητεία της και διατηρούν ανέπαφο το μυστήριο μιας προσωπικότητας, που έχει στο μεταξύ συνεπάρει θεατές και συμπρωταγωνιστές, με πρώτο τον ντετέκτιβ Φέρμπεν.
Ο Τσίλογλου, για μιαν ακόμη φορά με την διπλή ιδιότητα συγγραφέα-σκηνοθέτη, επεκτείνει εδώ τα όριά του, μας δείχνει ότι το θεατρικό του DNA τον πηγαίνει πέρα από τις φαρμακερές ατάκες, για τις οποίες είναι έτσι κι αλλιώς γνωστός. Στην "ΥΠΟΠΤΗ" χτίζει και μας αποκαλύπτει τους χαρακτήρες σταδιακά, τους στυλιζάρει αριστοτεχνικά και τους τοποθετεί σε μια πλοκή, που διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον και το σασπένς, χάρις στις συνεχείς ανατροπές και στους γοργούς, πιο πολύ κινηματογραφικούς παρά θεατρικούς, ρυθμούς της παράστασης. Οι ήρωές του ακολουθούν αυτούς ακριβώς τους ρυθμούς, κινούνται διαρκώς και καλύπτουν όλη την άνετη σκηνή του θεάτρου - εκμεταλλεύονται ακόμη και την γνωστή άβολη κεντρική κολώνα - στέκονται ή κάθονται μόνον όσο χρειάζεται, αποφεύγουν τις φλυαρίες και τις ρητορείες, κρύβουν λόγια ή μιλάνε κοφτά, όπως ο no nonsense ντετέκτιβ Φέρμπεν του Δημήτρη Παππά.
Όσο τα προηγούμενα στοιχεία εντάσσονται στην λογική της δημιουργίας μιας νουάρ ατμόσφαιρας του '50, άλλο τόσο εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό μια σειρά από άλλες "λεπτομέρειες", που συμπληρώνουν την εικόνα μιας γενικότερα αξιοπρόσεκτης παραγωγής. Τα έπιπλα μας ταξιδεύουν στην εποχή και στην τεχνοτροπία των καθαρών και απέριττων σχεδιαστικών γραμμών, τα κοστούμια αποδίδουν το γούστο και τις τάσεις της ίδιας εποχής.
Ιδιαίτερη μνεία, ωστόσο, αξίζει στον σπουδαίο ρόλο, που παίζουν οι φωτισμοί του έργου από τον Σάββα Σουρμελίδη: εναλλάσσονται διαρκώς και με ταχύτητα, περνώντας από το φως στο ημίφως και στο σχεδόν σκοτάδι, ανάλογα, ασφαλώς, με την σκηνή και την δράση. Το ημίφως και οι έντονες αντιθέσεις των φωτιστικών τεχνικών του chiaroscuro αποτελούν θεμελιώδεις κανόνες και πρακτικές φωτισμού για το φιλμ νουάρ, τις συνθήκες και το κλίμα της δράσης. Ακόμη περισσότερο, όμως, ειδικά στην "ΥΠΟΠΤΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΟΝΟ ΜΟΥ" του Τσίλογλου, οι ίδιες αυτές εναλλαγές και αντιθέσεις δείχνουν να αντανακλούν άμεσα τον εκάστοτε ψυχισμό και τις μεταπτώσεις των πρωταγωνιστών, τις διαφορές, τις αντιθέσεις, τις συγκρούσεις μεταξύ τους.
Η "ΥΠΟΠΤΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΟΝΟ ΜΟΥ", σε κείμενο, σκηνοθεσία και μουσική επιμέλεια Βαλεντίνου Τσίλογλου, παίζεται κάθε Τετάρτη και Πέμπτη, στις 9:15μ.μ., στο ΘΕΑΤΡΟ ΒΑΦΕΙΟ - ΛΑΚΗΣ ΚΑΡΑΛΗΣ, Αγίου Όρους 16 και Κωνσταντινουπόλεως, στον Κεραμεικό.
Πρωταγωνιστούν: Νίκος Αβαγιανός (Τόμας Νηλ), Καίτη Βαρβαρέσου (Μαμασίτα), Ρόμυ Βασιλειάδη (Άννα Γουώρεν), Νικόλας Γεωργανής (Άλαν), Δήμητρα Μπουρνελέ (Γκλόρια), Δημήτρης Παπάς (Τζώρτζ Φέρμπεν), Λούλα Τριανταφύλλου (Χέντα), Πάνος Τσαλιγόπουλος (Άνταμ).