Χαρακτηριστικό στοιχείο της τραγωδίας στο θέατρο, αλλά και στην πραγματική ζωή, είναι συχνά ένας παράξενος συνδυασμός μοίρας και ανθρώπινης εμμονής. Aπό εμμονή σε συγκεκριμένο ηθικό και αξιακό κώδικα, η τραγική προσωπικότητα επιμένει τόσο πολύ σε μια συγκεκριμένη ρότα, κόντρα σε συμβουλές και συνθήκες, κόντρα στην πραγματικότητα, κόντρα στην βούληση των ισχυρών, ώστε η δραματική κατάληξη να είναι αναπότρεπτη.
Η Σέλμα, η ηρωίδα του "Χορεύοντας στο σκοτάδι", έχει χτυπηθεί και εξακολουθεί να χτυπιέται από την μοίρα της, αλλά δεν αλλάζει για κανένα λόγο την πορεία, που έχει χαράξει. Εμμένει στους τρόπους της, στις συμπεριφορές και στις συνήθειές της, στον δικό της απαράβατο αξιακό κώδικα, τον οποίο υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια κόντρα σε συμβουλές του περιβάλλοντός της, κόντρα στις αντικειμενικές συνθήκες της ζωής της, κόντρα στην μοίρα την ίδια, που της στέλνει απανωτά μηνύματα. Η Σέλμα είναι μια φτωχή εργάτρια, χαμένη στην Αμερικανική επαρχία, ανύπαντρη μητέρα, που από μιαν ασθένεια χάνει σταδιακά το φως της και μαζεύει σέντσι το σέντσι τα χρήματα που χρειάζονται, για να μην έχει κι ο γιος της την ίδια τύχη. Εκτός από μια στενή της φίλη, κανείς άλλος δεν ξέρει το τραγικό μυστικό της σταδιακής της τύφλωσης. Δεν παραπονείται καν γι' αυτό. Παρηγορείται, αφιονίζεται, με το λεγόμενο Αμερικάνικο όνειρο, βρίσκει καθημερινή διέξοδο στην επιτομή του, στα Αμερικάνικα musicals. H Σέλμα, όσο κι αν υποφέρει μέσα της, βλέπει musicals, μετέχει σε ερασιτεχνικές μουσικοχορευτικές παραστάσεις, ζει την ζωή της εξωτερικά σαν μέσα σε musical, χρωματισμένη rose bonbon, πασπαλισμένη με άχνη ζάχαρη. Προσδοκά το happy end, παραμένοντας αθώα, σ' έναν άγριο κόσμο. Οι αντιξοότητες δεν αλλάζουν τον χαρακτήρα της, δεν αλλάζουν τον σκοπό της. Υφίσταται κάθε είδους κακομεταχείριση, στην προσωπική της ζωή και στην δουλειά, την βασανίζουν, την εκμεταλλεύονται, την κλέβουν. Μια αναπότρεπτη συγκυρία την εμπλέκει σε έγκλημα, αλλά ούτε κι αυτό την κάνει να μεταβάλει την τροχιά της, να αλλάξει τις αξίες της και να αποφύγει το τραγικό φινάλε.
Η πολυβραβευμένη ταινία του Lars von Trier "Χορεύοντας στο σκοτάδι" διασκευάσθηκε για το θέατρο από τον Patrick Ellsworth και ανέβηκε φέτος στο Vault του Βοτανικού, σε δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία του Δημήτρη Καρατζιά. Το πρώτο και ήδη πολύ μεγάλο θαύμα είναι η προσαρμογή και η λειτουργικότητα του έργου σε συνθήκες "δωματίου". Είναι κυριολεκτικά απίστευτο το πώς μεταφέρεται ένα musical στον περιορισμένο χώρο της Αίθουσας "Χρύσα Σπηλιώτη" - της αδικοχαμένης στο Μάτι διακεκριμένης ηθοποιού - στον πρώτο όροφο του Vault. Χωρίς τις τεχνικές υποδομές των μεγάλων θεάτρων και τους πολυπληθείς θιάσους, χωρίς εναλλασσόμενα φανταχτερά σκηνικά, χωρίς... χωρίς..., ο Καρατζιάς αξιοποιεί δύο μεγάλα ατού: την προσωπική του σκηνοθετική δημιουργικότητα και έμπνευση και την υποκριτκή δεξιοτεχνία εννέα (9) μόνον ηθοποιών, τους οποίους καταφέρνει να χωρέσει και να τους κάνει να κινηθούν, να χορέψουν και να τραγουδήσουν με μοναδική άνεση, χωρίς καμμιάν αίσθηση περιορισμού από τον χώρο και το εμβαδόν του. Όπως θαυμαστά ισορροπούν οι εννέα χαρακτήρες στον χώρο, χωρίς ποτέ να χάσουν το βήμα τους, άλλο τόσο θαυμαστά ισορροπούν πάνω στην κοφτερή ακμή των πιο έντονων ψυχικών καταστάσεων, ώστε να βγάλουν musical από την έσχατη τραγωδία της ανθρώπινης μοίρας.
Το έργο είναι παράσταση συνόλου, με τους εννέα ηθοποιούς να μην εγκαταλείπουν διόλου την σκηνή, κατά την διάρκειά της. Ωστόσο, είναι αδύνατον να μη κοντοσταθεί κανείς πρωτίστως στην συγκλονιστική ερμηνεία της πρωταγωνίστριας Δήμητρας Κολλά, που δεν ερμηνεύει απλώς την Σέλμα, αλλά την αγκαλιάζει με όλο της το είναι, την εγκολπώνεται απολύτως, γίνεται ένα μαζί της και ανεβαίνει βήμα βήμα τον Γολγοθά της μάνας, που την πρόδωσε η ζωή, την πρόδωσε το περιβάλλον της, την πρόδωσαν τα προσωπικά της όνειρα, μαζί με αυτό τούτο το Αμερικάνικο όνειρο. Κι αν η Σέλμα δεν προλαβαίνει να κλάψει μ' όλα όσα της τυχαίνουν απανωτά, αν ο ίδιος της ο προσωπικός κώδικας δεν της το επιτρέπει, κλαίει στο τέλος η Κολλά για λογαριασμό της. Κλαίει στην τελική υπόκλιση και ξέρεις πως δίκαια κλαίει - γιατί τα έδωσαν και οι δυό τους όλα και κάπως κάπου πρέπει όλο αυτό το ανυπολόγιστο δόσιμο να ξεσπάσει!
Στον ρόλο του γιου της Σέλμα, ο Αντώνης Σταμόπουλος, προσωποποιεί έξοχα όλη την κλίμακα της ευαισθησίας του νέου ανθρώπου, που ψάχνει τον δρόμο του. Ο Τζην είναι ο γιος, που εξαρτάται από την μητέρα του, που ζει σε μια διαρκή συνθήκη επικείμενου δράματος. Ο Σταμόπουλος στον ρόλο αυτό αντανακλά με ευκρίνεια την πρώτη σταθερά και την πυξίδα στην άχαρη ζωή της Σέλμα. Οι κινήσεις του έχουν κάτι από δραματική χορογραφία, στο βλέμμα του είναι δικαιολογημένα εγκατεστημένη μια διαρκής μελαγχολία, μια αίσθηση, μια συνείδηση απώλειας.
Η δεύτερη και τελευταία σταθερά στην ζωή της Σέλμα είναι η στενή της φίλη Κάθυ της Βιργινίας Ταμπαροπούλου. Η ερμηνεία της εκπέμπει την στερεότητα της ειλικρινούς φιλίας, της αλληλεγγύης, της ανθρώπινης ζεστασιάς. Η Κάθυ λέει στην φίλη της τις αλήθειες, που πρέπει να της πει, την συντροφεύει, την συμβουλεύει. Παρεμβαίνει στην ίδια και σε τρίτους, τηρώντας τα όρια της φιλίας και τιμώντας τα συναισθήματα εκτίμησης και αγάπης για την Σέλμα. Η Ταμπαροπούλου ερμηνεύει με ακρίβεια τον ρόλο της Κάθυ, οι κινήσεις, οι χειρονομίες και η γκάμα των τόνων της φωνής της εκφράζουν τις αξίες της συντροφικότητας και της στήριξης.
Οι υπόλοιποι έξι ηθοποιοί - ο Στέλιος Καλαϊτζής, η Ορνέλα Λούτη, ο Θοδωρής Αντωνιάδης, ο Πωλ Ζαχαριάδης, ο Σωτήρης Μεντζέλος και η Ράσμι Σούκουλη - έχουν αναλάβει πολλαπλούς ρόλους, χωρίς αυτό να τους κάνει λιγότερο πρωταγωνιστές στην ζωή της Σέλμα και στην πλοκή του έργου. Οι ερμηνείες τους μόνον αριστοτεχνικές μπορούν να θεωρηθούν, καθώς, στο πλαίσιο της συνεχούς και γοργής εναλλαγής σκηνών, περνούν μέσα σε δευτερόλεπτα από τον ένα ρόλο στον άλλο, ενδύονται άκαριαία και άνετα το δέρμα του, συγκροτούν ολοκληρωμένα τον νέο χαρακτήρα, που υποδύονται, μέσα από άλλη γλώσσα σώματος, άλλην εκφραστικότητα, άλλη κινησιολογία.
Ωστόσο, ο Δημήτρης Καρατζιάς, στο αριστοτεχνικό του αυτό σκηνικό αποτέλεσμα, υποστηρίχθηκε επίσης από δύο επί πλέον παράγοντες, που με την συγκροτημένη δουλειά τους συμπλήρωσαν μοναδικά τον καμβά, πάνω στον οποίο κέντησε ο σκηνοθέτης. Ο λόγος εδώ για τα κοστούμια των Μάριου Βουτσινά και Γιώργου Λυντζέρη, καθώς και για την μουσική του Μάνου Αντωνιάδη.
Τα κοστούμια γυναικών και ανδρών παίζουν χαρακτηριστικά σε όλη την τονική κλίμακα του γκρι και στην άκρα απλότητα των γραμμών, υπηρετώντας το πνεύμα του έργου και του θεατρικού του ανεβάσματος. Αποτυπώνουν ταυτόχρονα την λιτότητα, που πρεσβεύει το κίνημα DOGMA 95, του Lars von Trier, αποτυπώνουν τον γκρίζο κόσμο της Σέλμα, ακόμη και την περιορισμένη της όραση, που φτωχαίνει ώρα την ώρα, καταπίνοντας χρώματα και σχήματα, αφήνοντας μόνο άχρωμες φιγούρες και σιλουέτες, σκιές ενός κόσμου αφιλόξενου, άφιλου. Παράλληλα, καθοδηγούν τον θεατή να επικεντρωθεί στην εκφραστικότητα των προσώπων και των σωμάτων, εξυπηρετούν την μελετημένη κινησιολογία, με την στενή τους φόρμα.
Από την άλλη πλευρά, ο Μάνος Αντωνιάδης ανέλαβε την καθόλου εύκολη αποστολή να γράψει πρωτότυπη μουσική και τραγούδια για το έργο. Σε μια χώρα, που δεν έχει παράδοση στο είδος του musical, το να ντύσεις μια θεατρική παράσταση αξιώσεων με μουσικές, που λειτουργούν συμπληρωματικά για την εξέλιξη της πλοκής, το χτίσιμο και την κατανόηση των χαρακτήρων, την δημιουργία ταιριαστής ατμόσφαιρας και περιβάλλοντος για την σκηνική δράση, είναι κατόρθωμα από μόνο του. Πολλώ δε μάλλον όταν οι συνθέσεις αποδεικνύονται όχι διεκπεραιωτικές, αλλά λειτουργικές και φυσικά ενταγμένες στην ροή του έργου. Συνεπαίρνουν τους ηθοποιούς και τους χαρακτήρες, τους παρωθούν στην εκδήλωση συναισθημάτων και σκέψεων μέσα από τον χορό και τους στίχους - και στο τέλος συνεπαίρνουν και τους θεατές. Ιδιαίτερα, το τελικό μουσικό μοτίβο ξεχωρίζει με τον δικό του ρόλο, που τονίζει υποβλητικά την αναπότρεπτα δραματική κορύφωση του έργου.
Το "Χορεύοντας στο σκοτάδι", όπως το ανέπτυξε και το έστησε στο VAULT ο Δημήτρης Καρατζιάς είναι ένα σύνολο προκλήσεων και στοιχημάτων σε πολλά επίπεδα, που τα κερδίζουν όλα οι συντελεστές του. Είναι θέατρο, είναι δράμα, είναι musical στα καλύτερά του!