Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες μορφές των Ισπανικών γραμμάτων και, παρά το ότι έχουν παρέλθει σχεδόν 80 χρόνια από την δολοφονία του, τον Αύγουστο του 1936, εξακολουθεί να εμπνέει, να συγκινεί, να απασχολεί και να διατηρεί την πρωτεύουσα θέση του στο παγκόσμιο λογοτεχνικό πάνθεον. Η ευαισθησία της ματιάς και της γραφής του παραμένει μοναδική, οικουμενική και πάντα επίκαιρη, ενώ το μυστήριο της προσωπικότητάς του και ο άδικος, πρόωρος, θάνατός του εμπλουτίζουν τον μύθο του.
Στην Ελλάδα, τα γραπτά του Λόρκα ευτύχησαν να πέσουν στα χέρια των επιφανέστερων εκπροσώπων της Γενιάς του '30, αρχικά, και κορυφαίων εργατών του λόγου, μεταγενέστερα. Το Ελληνικό κοινό, που ούτως ή άλλως νοιώθει διαχρονικά συγγένεια ή έλξη προς κάθε τι Ισπανικό, γνώρισε και αγάπησε τον μεγάλο Ισπανό μέσα από Ελληνικές επεξεργασίες του Καζαντζάκη, του Ελύτη, του Γκάτσου, του Λευτέρη Παπαδόπουλου καθώς και μέσα από κλασικές μελοποιήσεις των στίχων του από τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη ή τον Γιάννη Γλέζο.
Η εξοικείωση του Ελληνικού κοινού με τον Λόρκα, ωστόσο, δεν αφορά μόνο το ποιητικό του έργο, αλλά και τα θεατρικά του. Πατώντας πάνω στις συγγενείς ιδιοσυγκρασίες και παραδόσεις των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου και της Μεσογείου, ο Λόρκα έπλασε καταστάσεις και προσωπικότητες αναγνωρίσιμες, οικείες, σε όλες αυτές τις χώρες. Κάπως έτσι, Ο Ματωμένος Γάμος ή Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα έγιναν ψηφίδες της Ελληνικής θεατρικής παράδοσης και όχι άδικα: μας αφορούν όλους. Όλους τους Ευρωπαίους, όλους όσοι λούζονται στα νερά της Μεσογείου, κατά κύριο λόγο, όλους τους ανθρώπους...
Όταν ο Δημήτρης Καρατζιάς, ψυχή του πολύσημου VAULT, στον Βοτανικό, χτύπησε την πόρτα του σπιτιού της Μπερνάρντα Άλμπα, η κυρίαρχη μαυροντυμένη φιγούρα του σπιτιού του άνοιξε. Σε μια σπάνια καλή της στιγμή, η κλασική Μπερνάρντα του Λόρκα σαν να διαισθάνθηκε την ευαισθησία, την υπευθυνότητα και την έμπνευση, με την οποία θα την προσέγγιζε ο θεατράνθρωπός μας, και τον δέχθηκε ανεπιφύλακτα στον μικρόκοσμό της. Κι ήταν αυτή η πρώτη νίκη του. Η δεύτερη ήταν πιο δική του, πιο προσωπική: ο Δημήτρης Καρατζιάς αξιοποίησε την υποδοχή και την ευκαιρία για να εγκατασταθεί σ' αυτό το αντίξοο και πνιγηρό περιβάλλον, να το ανατάμει με χειρουργική ακρίβεια και χέρι σταθερό, να το προεκτείνει μέχρι τις μέρες μας, μέχρι την γεωγραφική περιοχή της Τουρκίας και την καταπιεστική ατμόσφαιρα του πιο συντηρητικού Ισλάμ. Η ηρωίδα του Ισπανού μεταλλάσσεται εθνοτικά, καταφτάνει στην διαμετρικά αντίθετα άκρη της Μεσογείου, και ρίχνει το μαύρο της πέπλο στην ευρύτερη γειτονιά μας. Για δεύτερη χρονιά και με την ίδια διεισδυτικότητα στο Ελληνικό κοινό, που σπεύδει να επισκεφθεί ξανά τον Λόρκα και τον κόσμο του, μέσα από την επίκαιρη ματιά ενός σύγχρονου Έλληνα δραματουργού.
Η Μπερνάρντα Άλμπα του Δημήτρη Καρατζιά αλλάζει εθνικότητα αλλά όχι τρόπο σκέψης, όχι τρόπο ζωής. Καταπιέζει το ίδιο ασφυκτικά τις κόρες της, οδηγώντας τα πράγματα στην αυτοκαταστροφή, μέσα από ατραπούς καθημερινής δυστυχίας, πυκνού, αδιαπέραστου, ζόφου. Οι κακοί οιωνοί συγκεντρώνονται πάνω από το σπίτι, μπαίνουν μέσα, ακουμπάνε τις 8 γυναίκες του έργου, υφαίνουν τον πέπλο της αρχαίας τραγωδίας, αλλά από μηχανής θεός δεν εμφανίζεται, μήπως κι αλλάξει η μοίρα, έστω την ύστατη στιγμή. Η μάνα είναι τόσο σκληρή και σίγουρη για τις πεποιθήσεις και τις επιλογές της, ώστε δεν επιτρέπει ούτε ανθρώπινη ούτε και θεία παρέμβαση στα σχέδια και στην πορεία, που αποφασίζει μόνη αυτή - κανείς άλλος!
Ως διασκευαστής και σκηνοθέτης, ο Δημήτρης Καρατζιάς έχει επιλέξει ένα στατικό, μισοφωτισμένο, σκηνικό για το στήσιμο της παράστασης. Το σαλόνι αποτελεί το επίκεντρο των οικογενειακών δραστηριοτήτων, αλλά παραμένει χώρος δίχως ουσιαστική ζωή και φως. Δίχως φρέσκο αέρα. Οι προσωπικές απόψεις και οι ψυχικές καταστάσεις σπάνια βρίσκουν διέξοδο, σπάνια εκφράζονται. Ούτε οι ψίθυροι δεν ευδοκιμούν πίσω από τις μανταλωμένες πόρτες και τις κλειστές κουρτίνες, κάτω από την μπότα της άτεγκτης μητέρας-αφέντη.
Όσα ούτε καν ψιθυρίζονται, όμως, περνούν και διαχέονται στον χώρο μέσα από την γλώσσα του σώματος, μέσα από βουβές ματιές. Οι γυναίκες, όποτε χρειάζεται, όποτε είναι παρούσα η μάνα, πνίγουν την κραυγή, πνίγουν τα συναισθήματα, αλλά τα σώματά τους, σκηνοθετικά καθοδηγημένα ώς την τελευταία λεπτομέρεια, προδίδουν τα ανομολόγητα, δείχνουν την πίκρα, το μάταιο της διαμαρτυρίας, που φτάνει να αναχθεί σε μάταιο της ίδιας της ύπαρξης. Η θηλειά σφίγγεται γύρω από τον λαιμό τους, πνίγει την ψυχή τους, πνίγει την ψυχή μας... Φως δεν φαίνεται πουθενά, κλειστοί οι δρόμοι διαφυγής, σκύβεις το κεφάλι κι αναρωτιέσαι πόσα κοινά μπορεί να έχει η μοίρα των ανθρώπων, ποιός θεός ανελέητος την ορίζει και σε ποιά άκρα μας οδηγεί, ανεξάρτητα από τις ειδικότερες συνθήκες, τους παράγοντες, τις αιτίες και τις αφορμές...
Απάντηση συχνά δεν παίρνεις σε τέτοια αδυσώπητα κι απάνθρωπα ερωτήματα, που, όμως, ορίζουν την ύπαρξη του ανθρώπου, αλλά, στο μεταξύ, η παράσταση σου έχει χαρίσει την απόλαυση εξαιρετικών ερμηνειών από 8 γυναίκες, που καίγονται πάνω στην σκηνή για να σε βάλουν στην άχαρη ζωή τους, να σε κάνουν κοινωνό τόσο της καθημερινότητας, όσο και του πεπρωμένου τους. Στο τέλος της παράστασης, την ώρα των υποκλίσεων, είναι εμφανές στο πρόσωπο, στα μάτια, των ηθοποιών το δημιουργικό ξόδεμα ενέργειας, η ανάλωση ψυχικού δυναμικού, που θυσίασαν για χάρη των θεατών και για χάρη των μηνυμάτων του έργου.
Το ίδιο εμφανής, όμως, είναι και η αδυναμία των θεατών να σηκωθούν αμέσως από το κάθισμά τους και να φύγουν. Δεν το μπορούν, απλώς δεν γίνεται. Η ΠΝΙΓΜΟΝΗ του Δημήτρη Καρατζιά, έτσι όπως την έστησε και έτσι, όπως την ερμηνεύουν οι ηρωίδες του, είναι από τις παραστάσεις εκείνες, όπου για να μαζέψεις τις δυνάμεις σου, στο τέλος, πρέπει να περάσει λίγη ώρα, να αποφορτισθείς, να βρεις κουράγιο, να αντλήσεις από κάπου την ελπίδα ότι κάπου εκεί, έξω από το σαλόνι, έξω από το σπίτι, έξω από το Θέατρο, υπάρχει φως. Ίσως λίγο, ίσως αχνό, ίσως στην απαρχή και στην γέννησή του - αλλά υπάρχει και μπορεί να φωτίσει το μονοπάτι των καταπιεσμένων ψυχών αυτού του κόσμου. Αλλά πρέπει να το συνειδητοποιήσουν, πρέπει να το αποφασίσουν, πρέπει να πληρώσουν το τίμημα - που συχνά είναι κόκκινο. Κατακόκκινο. Σαν αίμα!