Η αγάπη, λοιπόν…
Αν δεν εμπεριέχει κατανόηση,
ανοχή, αποδοχή, δεν είναι τίποτε!
Το πολυτιμότερο συναίσθημα, το συναίσθημα - όρος ζωής και
όρος επιβίωσης, απλώς κοροϊδεύει τον εαυτό του χωρίς αυτά. Κι άλλο δεν είναι
παρά ένας μασκαρεμένος εγωισμός, μια συνθήκη επιβολής, μια απαίτηση επικυριαρχίας, ένας αδιαπραγμάτευτος έλεγχος του άλλου, μια κατάχρηση πάνω στην βάση μιας συγγένειας, μιας φιλίας, μιας σχέσης.
Αν θάπρεπε να διαλέξω μια και μόνη κεντρική ιδέα, που μπορεί να υπάρχει πίσω από το
θεατρικό κείμενο του Γιώργου Αγγελίδη, αλλά και πίσω από την εικαστικά και αισθητικά ελκυστική σκηνοθεσία του «ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ» από τον Βαλεντίνο Τσίλογλου, στο Θέατρο ΒΑΦΕΙΟ - ΛΑΚΗΣ ΚΑΡΑΛΗΣ του
Βοτανικού, θάταν ακριβώς αυτό το αξίωμα.
Γιατί το ότι όλοι αγαπάμε, το ότι όλοι
έχουμε ανάγκη να αγαπάμε, για να ζήσουμε και να επιζήσουμε, είναι αδιαμφισβήτητο.
Το ζήτημα και, συχνά, το στοίχημα, όμως, είναι το περιεχόμενο αυτού, που εύκολα ονομάζει ο καθένας μας «αγάπη». Εκεί αρχίζουν τα δύσκολα κι από εκεί
προσδιορίζεται το αν όντως είναι αγάπη αυτό, που νοιώθουμε κι αυτό, που
δίνουμε, κι αυτό, που παίρνουμε!
Η υπόθεση του έργου "ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ" περιστρέφεται γύρω από τον απελπισμένο
έρωτα δύο νέων αγοριών στην σύγχρονη Αθήνα. Θα μπορούσε, ωστόσο, να αφορά και
σε μια οποιαδήποτε ερωτική σχέση από αυτές, που δεν συναντούν πάντα την αποδοχή του οικογενειακού ή του κοινωνικού
περιβάλλοντος, μια σχέση με πρόσφυγα, με μετανάστη, με αλλόθρησκο, αλλόφυλο,
ανάπηρο. Μια σχέση από αυτές, που κι αν ίσως τις δεχόμαστε αορίστως, λιγότερο ή περισσότερο, σε συλλογικό επίπεδο, ως κοινωνική πραγματικότητα, δεν τις θέλουμε δα και μέσα στο σπιτικό μας, μέσα στην οικογένεια την δική μας,... Όχι δα κι έτσι!
Ο Μάνος του έργου είναι ο απελευθερωμένος και αεράτος gay. O Αδάμ
είναι ο ακαταστάλακτος, ο καταπιεσμένος από το οικογενειακό περιβάλλον και
ιδίως από την σκληρή μητέρα, την πιστή Χριστιανή, την κολλημένη σε παρωχημένα
πρότυπα και σχήματα. Ο Αδάμ ερωτεύεται τον Μάνο, τον αγαπά, του δίνεται
ολόσαρκα. Του δίνεται και ψυχικά – αλλά μόνον όσο μπορεί. Γιατί τελείως δεν
μπορεί! Πάντα κάτι τον κρατάει πίσω, πάντα κάτι τον φρενάρει, τον κάνει να επιστρέφει στην
στενάχωρη μήτρα, στην μητέρα, που τον αγαπάει, αλλά μόνο με τους δικούς της
όρους, τον δικό της τρόπο, όπως αυτός ορίζεται από τις κοινωνικές νόρμες, τις Γραφές, τις προσωπικές εμμονές.
Μέσα από μια σειρά διαλόγων, που κάποτε είναι σπαρταριστοί,
για να ανασάνουν οι ήρωες – αλλά και οι θεατές – και κάποτε είναι σπαρακτικοί, η
ιστορία των δύο παιδιών οδηγείται στο φινάλε της.
Η εναλλαγή γέλιου και κλάματος,
κωμωδίας και δράματος, είναι στοιχείο της ζωής, αλλά το ζητούμενο τόσο στην ζωή
όσο και στην τέχνη είναι πάντα το τι θα επικρατήσει στο τέλος. Ποια γεύση θα
αφήσει το βίωμα, ποιο μάθημα, ποια διδαχή…
Κι από την άλλη πλευρά, πόσο καταδικασμένοι είναι οι έρωτες κι οι ιστορίες αγάπης
αυτής της κατηγορίας;
Ήδη, με την κατηγοριοποίηση, μοιάζει σαν να χρωματίζουμε
αρνητικά την απάντηση στο ερώτημα – γιατί ο έρωτας κι η αγάπη ακόμα περισσότερο
δεν θάπρεπε να μπαίνουν σε κατηγορίες. Τι είδους υποδιαιρέσεις και
κατηγοριοποιήσεις να αντέξουν; Και γιατί; Με ποιό σκοπό;
Αν έχουμε διδαχθεί κάτι από την ζωή – όσοι
θέλουμε να διδαχθούμε, βέβαια – είναι πως τα αληθινά και τα ακριβά συναισθήματα
είναι αυθύπαρκτα, αυτόνομα, ανεξέλεγκτα. Δεν μπαίνουν σε κουτάκια, δεν χωρούν
σε κλάσματα, δεν υπόκεινται σε διανομές και κατανομές, σε κατηγοριοποίηση.
Προκύπτουν, γεννώνται, αυθόρμητα από την ίδια την φύση του ανθρώπου – και όσο
καταπιέζονται, καταστέλλονται, αναστέλλονται τόσο καραδοκεί ο φυσικός νόμος, το
αναπότρεπτο τίμημα, στο τέλος.
Η παράσταση «ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ» μας βάζει μπροστά στον καθρέφτη και
μας καλεί να αντιμετωπίσουμε αυτά τα ερωτήματα, να δώσουμε απαντήσεις, να δούμε
τι κάνουμε σε τέτοιες περιπτώσεις. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, είτε οι ίδιοι εμείς
είτε ως γονείς είτε ως φίλοι και συγγενείς, έχουμε όλοι έρθει αντικρυστά με
τέτοιες καταστάσεις. Οπότε τι; Κοιτάμε αλλού; Κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε;
Προσπερνάμε; Καταδικάζουμε στο πυρ το εξώτερο, πράττουμε "κατά τας Γραφάς", ακόμη κι αν δεν τις έχουμε διαβάσει προσωπικά, ώστε να δούμε ακριβώς τι επιτάσσουν; Ή αποδεχόμαστε
και κατανοούμε και αγκαλιάζουμε;
Ο Νικόλας Γεωργανής υποδύεται τον Μάνο με χαρακτηριστική
άνεση και αφομοίωση του χαρακτήρα του Μάνου. Ξέρει ποιός είναι και τι θέλει, κυκλοφορεί και εκφράζεται αβίαστα με μια γλώσσα του
σώματος, που προδίδει ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα να εκπέμψει αυτό που θέλει και να το
ζήσει, να διεκδικήσει το μερίδιό του από την ζωή.
Ο Αδάμ του Αντώνη Τσουρουνάκη βρίσκεται στον αντίποδα. Καταπιεσμένος εκ γενετής από την μητέρα του και,
στην συνέχεια, από τον ίδιο του τον εαυτό, εμφανίζεται δειλός στην αρχή,
φυλακισμένος μέσα στο σώμα του. Οι κινήσεις του περιορισμένες, τα χέρια του
κολλημένα, θαρρείς, στα πλευρά του, σαν
να μη θέλει να διεκδικήσει ζωτικό χώρο περισσότερο από αυτόν τον ολίγιστο, που
καταλαμβάνει το σώμα του. Σταδιακά χαλαρώνει, οι κινήσεις του γίνονται πιο
άνετες, ο έρωτας τον απελευθερώνει, η αποδοχή του ποιος είναι και τι θέλει τον
απελευθερώνει, η "καθοδήγηση" του Μάνου τον απελευθερώνει. Βγαίνει σιγά-σιγά ο
Αδάμ από την αποπνικτική μήτρα, απελευθερώνεται… Αλλά πόσο; Και για πόσο; Αρκετά,
άραγε, για να μπορέσει να ζήσει ό,τι του αξίζει; Κι ακόμα: αρκετά για να
μπορέσει να δώσει στον «ΔΙΚΟ ΤΟΥ» Μάνο
ό,τι αξίζει και σ’ αυτόν;
Η Λούλα Τριανταφύλλου, στον ρόλο της μητέρας. Γνωστό το
αρχέτυπο: η μάνα που τα δίνει όλα στο παιδί – υπό τον όρο να τα παίρνει και όλα
από αυτό! Η μάνα, που καταπιέζει με λογύδρια και με πράξεις, η μάνα που
καταφέρνει να κερδίζει με μικρούς, καθημερινούς, ηθικούς εκβιασμούς, η μάνα που
εξουθενώνει με τις σιωπές της πιο πολύ απ’ ό,τι με τα λόγια. Η άνεση και η εφευρετικότητα στις
εκφράσεις του προσώπου, που χαρακτηρίζει γενικά την υποκριτική της Λούλας
Τριανταφύλλου, γίνεται εδώ αδυσώπητο όπλο ακόμη περισσότερο καθώς τονίζεται από το «ψυχρό» μακιγιάζ. Οι σιωπές
της είναι πιο εύγλωττες κι από ηθικοπλαστικά κηρύγματα! Το ξέρεις από την πρώτη στιγμή πως ο ρόλος είναι δικός της: ΕΙΝΑΙ η
μητέρα του Αδάμ, χωρίς καμμιάν αμφιβολία για τον θεατή και χωρίς κανέναν
ενδοιασμό για την ίδια.
Η Νατάσα Παπαδάκη στον ρόλο της απαραίτητης, πανταχού
παρούσας, παρεμβατικής «κολλητής» του Μάνου, δίνει ένα σπαρταριστό ρεσιτάλ με
κάθε της εμφάνιση στην σκηνή – αλλά κατορθώνει παράλληλα να υποδεικνύει και τον
δρόμο της λογικής. Μόνο που λογική δεν υπάρχει στον έρωτα, αλλά αυτό είναι άλλη
ιστορία!
Τέλος, η Όλγα Λουπάκη, στον δικό της μικρό, αλλά κομβικό,
ρόλο, ζει πειστικά το δράμα, που της έχει επιφυλάξει μέσα στην σιωπή ο
συγγραφέας Γιώργος Αγγελίδης.
Συνολικά, ο Γιώργος Αγγελίδης φαίνεται να έχει
στην απόδοση του έργου πλήρη αίσθηση φυσικών διαλόγων όσο και δυναμικών σιωπών, να κατέχει εκφραστικούς και συμπεριφορικούς κώδικες τόσο, ώστε να μπορεί να τους μεταφέρει στο χαρτί κι από κει στην σκηνή, στον θεατή.
Ο Βαλεντίνος Τσίλογλου, νέος, ταλαντούχος, ηθοποιός ο ίδιος,
σκηνοθέτησε μια παράσταση προσεγμένη ώς την τελευταία λεπτομέρεια, ώς την πιο
αδιόρατη κίνηση, την πιο φευγαλέα απόχρωση σκηνικού λόγου. Το έργο κυλάει γρήγορα, αβίαστα, ρεαλιστικά,
μέχρι το τέλος, μέσα από αμηχανίες και νευρικότητες στημένες δεξιοτεχνικά, μέσα
από γέλια και κλάματα, εκρήξεις αγάπης και βίας, σωματικής και ψυχολογικής.
Το σκηνικό πλούσιο και ευρηματικό: Παίζει με τα χρώματα και
το φως και το χύμα στο σπίτι, που φιλοξενεί τον έρωτα των δυό παιδιών. Στο μητρικό σπίτι,
όμως, καταφεύγει στο σκοτάδι, στο ημίφως, στην αυστηρή γεωμετρία των τετραγώνων και στους
μαυρόασπρους τόνους.
Βάλτε το "ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ" στο θεατρικό σας πρόγραμμα. Παίζεται για λίγες παραστάσεις, κάθε Τετάρτη και Πέμπτη. Δείτε το και καταδυθείτε στην απόγνωση της αγάπης...