Το van, που είχε τεθεί στην διάθεσή μας, περίμενε στην είσοδο του "The Michelangelo".
Κατέβηκα στην ώρα μου, χαμογέλασα συγκαταβατικά στον πορτιέρη του Ξενοδοχείου, που είχε κάτι από "Ηλία του 16ου" - στο μαύρο του, όμως, και μ' ένα σωρό σειρήτια και χρυσάφια στην στολή του.
Ο μαύρος οδηγός του van κρατούσε κιόλας την πόρτα ανοιχτή. Μπήκα βιαστικά και κάθησα. Έκλεισε την πόρτα, μπήκε κι αυτός μπροστά δεξιά, στην θέση του οδηγού, και γύρισε προς τα πίσω με βλέμμα ερωτηματικό: "Πού πάμε;".
"Στο κέντρο... Μια βόλτα στο κέντρο του Γιοχάνεσμπουργκ...".
Κάτι μουρμουράει σε αγγλικά σχεδόν ακατάληπτα. Δεν κατάλαβα απολύτως. Κάτι σαν "δεν ξέρω" ή "δεν μπορώ"... Άνοιξε την πόρτα του και βγήκε από το αυτοκίνητο, μπήκε στο Ξενοδοχείο... Δεν τον ξανάδα!
Λίγα λεπτά αργότερα εμφανίζεται ένας άλλος και παίρνει την θέση του στο τιμόνι. Χαμογελάει, κοιτώντας πίσω και λέγοντας με αυτοπεποίθηση "Inner City, huh?"...
Ιnner City, λοιπόν - το κέντρο του Γιοχάνεσμπουργκ!..
Δεν χρειάσθηκε πολλή ώρα για να διανύσουμε την απόσταση από το γαλήνιο, ασφαλές Sandton ώς το κέντρο της πόλης. Διασχίσαμε ευρύχωρες, φαρδειές λεωφόρους, χωρίς ιδιαίτερη κίνηση. Τα προάστεια του Γιοχάνεσμπουργκ δεν διαφέρουν πολύ από όσα βλέπουμε στις όμορφες, τακτοποιημένες πόλεις του Ευρωπαϊκού Βορρά ή των ΗΠΑ. Περιποιημένα πεζοδρόμια, καθαροί δρόμοι, λίγος ή και καθόλου κόσμος να περιφέρεται, παιδιά δεν παίζουν πουθενά έξω, σπίτια ζηλευτά - αλλά όλα με το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της πόλης αυτής: τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα στην κορυφή των μαντρότοιχων και πάνω από τις καγκελόπορτες.
Αναπτύσσουμε ταχύτητα και δεν αργούμε να φτάσουμε στα όρια του Inner City.
Κρατάω την φωτογραφική μηχανή στα χέρια μου ήδη κι ετοιμάζομαι... Ανοίγω το παράθυρο δίπλα μου...
Ο οδηγός το καταλαβαίνει και μου λέει να το κλείσω.
"Επικίνδυνο", μουρμουρίζει... "Δεν θα σταματήσουμε πουθενά και καθόλου", διευκρινίζει. "Και το παράθυρο κλειστό"...
Συμμορφώνομαι! "Eyes only", σκέπτομαι... αλλά σιγά μη το βάλω κάτω. Ρυθμίζω την μηχανή όσο πιο καλά μπορώ για τις συγκεκριμένες συνθήκες, την κατευθύνω προς το κλειστό fume παράθυρο και αρχίζω: κλικ, κλικ, κλικ...
Οι φωτογραφίες, που ακολουθούν, είναι όλες τραβηγμένες μέσα από το κλειστό παράθυρο ενός van, που κινείται με αρκετά μεγάλη ταχύτητα στους δρόμους του Inner City του Γιοχάνεσμπουργκ μια Δεκεμβριάτικη Κυριακή, πρωί προς μεσημέρι.
Δεν διεκδικούν καλλιτεχνικές δάφνες, αλλά ελπίζω να δίνουν μια πολύ μικρή, αλλά, πάντως, στοιχειωδώς χαρακτηριστική γεύση από την ατμόσφαιρα ενός ιδιότυπου γκέτο μαύρων, στο κέντρο μιας πλούσιας, μεγάλης μαύρης πόλης, της οικονομικά πιο σπουδαίας πόλης μιας τεράστιας, ανεξάντλητης, μαύρης χώρας, της πιο ακμαίας οικονομίας της Αφρικής.
Στην διάρκεια της σύντομης αυτής βόλτας δεν είδα κάτι επικίνδυνο ή απεχθές - όπως αυτά, που δυστυχώς πολύ συχνά πια βλέπουμε στο κέντρο της Αθήνας βράδυ ή ακόμα και πρωινές ώρες. Δεν είδα συναλλαγές ναρκωτικών, π.χ., ούτε και γυναίκες που μπορεί να επιδίδονταν σαφώς σε πορνεία... Μπορεί όλα αυτά να γίνονται κι εκεί - δεν ξέρω - αλλά, πάντως, δεν τα είδα στους δρόμους, από τους οποίους πέρασα εκείνη την Κυριακή το πρωί.
Είδα πολύ κόσμο, συχνά πλήθη ετερόκλητα και πολύχρωμα, συγκεντρωμένα εδώ κι εκεί.
Είδα εμπόριο και παραεμπόριο.
Είδα κυρίως μαύρους, ελάχιστους λευκούς - ίσως μόνον 2-3.
Είδα ερειπωμένα κτίρια.
Είδα πολλά - λίγα από τα οποία πρόλαβα να αποτυπώσω.
Κίνδυνο δεν αισθάνθηκα - κι ένας φίλος ντόπιος μου είπε τελικά ότι ναι, μάλλον, θα μπορούσα να ζήσω το φωτογραφικό μου όνειρο, να περπατήσω την πόλη, αλλά όχι μόνος και όχι με την συγκεκριμένη μηχανή στο χέρι! (OK, Rory. Την επόμενη φορά θάχω μια λιγότερο flashy μηχανή μαζί μου και θα σε αγκαζάρω για οδηγό).