Μικροί φόνοι δεν υπάρχουν! Ούτε φόνοι ασήμαντοι υπάρχουν. Γιατί δεν υπάρχουν και μικροί ή ασήμαντοι άνθρωποι. Όλοι είναι - είμαστε - μοναδικοί, όλοι σημαντικοί. Κι ο κάθε θάνατος - ειδικά ο θάνατος ο άδικος κι ο άκαιρος - σπάει κρίκο από μια μεγάλη αλυσίδα. Κι αν είναι να ξαναενωθεί η αλυσίδα, να αποκατασταθεί, χρωστάμε πράγματι κάθε φορά να κοντοστεκόμαστε, να μαζεύουμε τον σπασμένο κρίκο, να σκύβουμε πάνω από κάθε τραγωδία ανθρώπου χαμένου...
Αλλά με ποιό τρόπο, με ποιό στόχο, με ποιά ηθική στάση θα το κάνουμε αυτό; Εδώ υπάρχει μείζον ζήτημα - κι ένα θεατρικό έργο έρχεται φέτος να το θέσει επιτακτικά και χωρίς φτιασίδια.
Για τον θεατρικό συγγραφέα και ηθοποιό Παναγιώτη Μπρατάκο έγραψα, όταν τον "εγνώρισα" πρώτη φορά στην διάρκεια της περσινής θεατρικής περιόδου, Άνοιξη του 2013, τότε που ανέβηκε το νοσταλγικό για μένα και για την γενιά μου "Ξημερώνει Κυριακή" στο θέατρο του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού. Αρκετά μεταγενέστερος από μένα, αλλά κι από τον πρωτότυπο "Δρόμο" των Πλέσσα-Παπαδόπουλου, ο συγγραφέας έπιασε, παρ' όλ' αυτά τον παλμό του έργου και έπλασε ένα πολύ ευαίσθητο κι εξαιρετικά καίριο θεατρικό κείμενο, σε συνεργασία με την Μ. Μπουρδάκου.
Την καλή θεατρική πένα του Παναγιώτη Μπρατάκου έρχεται φέτος να επιβεβαιώσει ένα άλλο, τελείως διαφορετικό, έργο: οι "Μικρές ιστορίες φόνων", που ανέβηκαν πριν από λίγες μέρες στο Θέατρο VAULT του Βοτανικού σε δύο εκδοχές, με εν πολλοίς διπλή διανομή και με διπλή, διαφορετική, σκηνοθετική καθοδήγηση του Δημήτρη Καρατζιά. Μιά προσέγγιση παίζεται Σάββατο και Κυριακή, μιά άλλη Δευτέρα και Τρίτη.
Είναι, όμως, απαραίτητες, κατ' αρχάς, οι δύο εκδοχές και προσεγγίσεις; Θάλεγα ναι - όχι μόνο γιατί μας δίνεται η ευκαιρία να απολαύσουμε περισσότερους νέους ηθοποιούς, που "καίγονται" πάνω στην σκηνή, μέχρι να ξοδευτούν ολότελα και να γίνουν στάχτη, αλλά και γιατί οι δύο διαφορετικές παραστάσεις κάνουν σαφές και ανάγλυφο το ότι όντως, στην πραγματική ζωή, υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις των ανθρώπινων τραγωδιών και ότι το πώς τις ερευνούμε και τις προσεγγίζουμε έχει βαρύνουσα κοινωνική σημασία.
Από καταβολής του ανθρώπου τα ερωτικά του πάθη υποκίνησαν συχνά από "ατοπήματα", όπως ήπια, σχεδόν ουδέτερα, τα χαρακτηρίζει επί σκηνής ο σπαρακτικός Νίκος Γκέλια, μέχρι και εγκλήματα αποτρόπαια. Η αγάπη, ο έρωτας, τα ευγενέστερα και τα πιο αναγκαία για την επιβίωση συναισθήματα του ανθρώπου, μπορούν εύκολα να (μας) βουλιάξουν στο πιο βρωμερό βούρκο, να μας πάνε από τον Παράδεισο στην Κόλαση μέσα σε μια στιγμή. Όλα από μια κλωστή κρέμονται, μια κλωστή πολύ λεπτή...
Οι πρωταγωνιστές του Π. Μπρατάκου έκοψαν την κλωστή αυτή σε χρόνο προγενέστερο. Και τώρα, στο πλατώ ενός φανταστικού reality show, στέκονται απέναντί μας γυμνοί από προσχήματα για να μας πουν την ιστορία τους, το πώς και το γιατί, το πριν και το μετά τους.
Οι θύτες εκεί.
Και τα θύματα εκεί.
Και οι γύρω. Α, αυτοί οι γύρω, οι γείτονες, οι συγγενείς, οι μάρτυρες, οι συχνά πιο ένοχοι απ' όλους. Οι επί τόπου, όπως τους βάφτισε κάποτε, παλιότερα, ο Χάρυ Κλυν σε μια σατιρική τηλεοπτική εκπομπή, δεν θα μπορούσαν να λείπουν.
Όλοι, λοιπόν, παρόντες και μιλούν. Όλοι, με την σειρά τους, μέσα από μιαν αλληλουχία συνταρακτικών μονολόγων, περιγράφουν. Με στόμα και με σώμα εκφράζονται, μας αποκαλύπτουν τι και γιατί έγινε - κι ίσως εκείνη την ώρα να το ανακαλύπτουν κιόλας, ίσως να μην το ξέρουν ακριβώς και να το ανακαλύπτουν εκεί, ακριβώς μπροστά μας, φωτισμένοι, ολόφωτοι, κάτω από τους προβολείς ενός φανταστικού τηλεοπτικού "μεσημεριανάδικου".
Ποιοί είναι οι θύτες και ποιοί τα θύματα, ποιοί οι οικείοι και ποιοί ο περίγυρος, ποιοί κρατούσαν το μαχαίρι, ποιοί το έχωσαν στην σάρκα και ποιοί το γύρισαν στην πληγή ώς το τέλος είναι κι αυτό ένα ζητούμενο. Δεν ξέρω γιατί έρχεται η στιγμή που ο έρωτας γίνεται πόλεμος, δεν ξέρω αν έχει απαντηθεί ποτέ με επιστημονική εγκυρότητα το ερώτημα αυτό. Ξέρω, όμως, ότι συμβαίνει, ότι γίνεται. Κι όταν ο έρωτας γίνεται πόλεμος δεν υπάρχουν πια θύτες και θύματα, αθώοι κι ένοχοι γίνονται ένα, μια μάζα αξεχώριστη με συγκολλητική ουσία το τυφλό πάθος.
Και μετά; Μετά, τίποτε. Μετά δεν υπάρχει τίποτε... Ζωές κατεστραμμένες μονάχα. Όνειρα, φιλοδοξίες και δυνατότητες κομμάτια. Που την καταστροφή τους δεν μπορεί να δικαιολογήσει κανένα προηγούμενο ατόπημα κανενός, καμμιά αμαρτία, καμμιά κοινωνική προκατάληψη!
Δεν ξέρω αν αυτό είναι το μείζον, που επιθυμεί να αναδείξει ο συγγραφέας μέσα από το έργο, αλλά προφανώς αυτό το έχει σίγουρα καταφέρει, καθώς ο θεατής στέκει, στο τέλος, δίβουλος κι αναρωτιέται ποιός είναι ποιός και ποιός σε κάθε ιστορία φταίει σε τι.
Το επόμενο ερώτημα, όμως, που έρχεται να φωτίσει κι η διπλή σκηνοθεσία του Δημήτρη Καρατζιά, είναι η δημόσια προσέγγιση, η αξιολόγηση η κοινωνική παράμετρος των απεχθών εγκλημάτων πάθους. Τα εγκλήματα πάθους έχουν την ριζική τους αιτία στις διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά στην εξέλιξή τους παίζει πολύ συχνά ρόλο ο κοινωνικός περίγυρος, η οικογένεια, η γειτονιά, το περιβάλλον, που με τον τρόπο τους μπορούν και παροξύνουν τα πάθη. Όπως μπορούν και να τα αμβλύνουν... αλλά σπάνια το κάνουν!
Στο σημείο αυτό προσέρχεται κι ο Τύπος, στην κίτρινη μορφή των tabloids ή των "μεσημεριανάδικων" της τηλεόρασης, να παίξει τον δικό του ρόλο. Ρολίστες δημοσιογράφοι και παρουσιαστές εμφανίζονται στο προσκήνιο, μετά την κορύφωση του δράματος, αλλά ο ρόλος τους είναι καίριος, καθώς σίγουρα είναι κοινωνικά "παιδευτικός" και τελικά να προετοιμάζει το επόμενο δράμα.
Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Καρατζιά στις παραστάσεις του Σαββατοκύριακου αναδεικνύει, με όρους θεάματος, πρωταγωνιστές πιο τηλεορασικούς - δασκαλεμένους, λες, κατάλληλα από τον δικηγόρο, τον παραγωγό, τον τηλεοπτικό σκηνοθέτη, για το πού και πώς θα σταθούν, πώς θα μιλήσουν και πώς θα κοιτάξουν κατάματα τον θεατή, για να πουν την ιστορία τους και να τον κερδίσουν, να πάει με το μέρος τους. Γίνονται πιο άμεσοι, πιο sensational, ίσως και πιο ρηχοί. Χρησιμοποιούν κόλπα, χειρονομίες, μικρές υστερίες αποπροσανατολισμού, για να γίνουν πιο δικοί μας ή για να μας εντυπωθούν. Και για να μας εμποδίσουν να δούμε πιο βαθιά, να ανασκάψουμε το χαντάκι της ενοχής.
Η σκηνοθεσία των παραστάσεων Δευτέρας - Τρίτης αναδεικνύει βαθύτερους χαρακτήρες, παραπέμπει σε διείσδυση πιο επιστημονική και τεκμηριωτική. Σε πρωταγωνιστές, με όρους θεάματος πάλι, πιο θεατρικούς, δραματικά θεατρικούς.
Από την άποψη αυτή, είναι ενδεικτικά και τα στοιχεία των σκηνικών:
Οι "καρέκλες-θρόνοι", όπου κάθονται οι ήρωες των παραστάσεων του Σαββατοκύριακου, μεταφέρουν τον θεατή απ' ευθείας στην μεσημεριανή ζώνη της τηλεόρασης. Εντυπωσιακά ασημένιες, γυαλίζουν για να τον τυφλώσουν, να θολώσουν την ματιά του, να τον κρατήσουν να επιπλέει χαλαρωτικά στην επιφάνεια των ανθρώπων και των καταστάσεων,
Αντίστοιχα το "κρεβάτι νεκροτομείου", που κυριαρχεί στο σκηνικό των παραστάσεων Δευτέρας - Τρίτης, προετοιμάζει ευθέως, σχεδόν καταπιεστικά, τον θεατή για μια πιο οδυνηρή ανατομία των εγκλημάτων, μια κατάδυση στα βάθη της προσωπικότητας, στην ρίζα του κακού, στο ατίθασο των ανθρώπινων συναισθημάτων, που έχουν δύο όψεις, η μία από τις οποίες καιροφυλακτεί για να σπείρει την καταστροφή.
Επανέρχομαι τώρα στο εύλογο ερώτημα της αρχής: Αξίζει να δει κανείς και τις δύο εκδοχές;
Αν υπάρχει η αντικειμενική δυνατότητα, θάλεγα ανεπιφύλακτα ναι!
Για πολλούς λόγους: για το καθ' εαυτό ενδιαφέρον, που παρουσιάζει η εμπνευσμένα διπλή σκηνοθετική ματιά και, μάλιστα, από τον ίδιο σκηνοθέτη, για την εξαιρετική υποκριτική των συντελεστών και των δύο παραστάσεων και για την ανάδειξη των διαφορών ουσίας μεταξύ των ίδιων χαρακτήρων, πάνω στο ίδιο βασικό κείμενο.
Αν δεν υπάρχει η δυνατότητα, ομολογώ πως θα μου ήταν δύσκολο να διαλέξω μία από τις δύο εκδοχές. Και δεν θα το κάνω...
Μια ιδιαίτερη μνεία ακόμη: θα ήταν άδικο να αφήσω ασχολίαστα την μουσική και τα τραγούδια του έργου από τον Μάνο Αντωνιάδη. Στοιχείο θετικής έκπληξης, καθώς δεν πρόκειται για διεκπεραιωτικές μουσικές γέφυρες, όπως συνήθως συμβαίνει, αλλά αποτελούν ιδιαιτέρως επιτυχημένα στιχουργικά σχόλια πάνω στα θεατρικά δρώμενα όσο και πολύ καλές αυτοδύναμες μουσικές συνθέσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου