Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ στο "Από Μηχανής Θέατρο


Η Άνω Σκηνή του "Από Μηχανής Θεάτρου" (Ακαδήμου 13, στο Μεταξουργείο) είναι ιδιαίτερα μεγάλη, τόσο σε μήκος όσο και σε βάθος. Και γι' αυτό επιβλητική. Και γι' αυτό υποβλητική. Που γίνεται ακόμα υποβλητικότερη, καθώς τον θεατή, που μπαίνει για να παρακολουθήσει την παράσταση "Η Διαθήκη της Μαρίας", υποδέχεται μια καθιστή, σιωπηλή, γυναίκα, της οποίας ουσιαστικά φωτίζεται μόνο το πρόσωπο. Η καρέκλα είναι κι αυτή ασυνήθιστα μεγάλη, όπως και η αίθουσα. Και η γυναίκα μόνη, σχεδόν πολύ μικρή, αναλογικά.
Αυτή, όμως, είναι η Μαρία. Η μητέρα του Ιησού, η Παναγία των Χριστιανών, όπου γης, που στο πολύκροτο πεζογράφημα του Κολμ Τόιμπιν δεν είναι τίποτε απ' αυτά.



Η Μαρία του Τόιμπιν είναι... μονάχα η Μαρία. Μια απλή γυναίκα, μια ακόμα μάνα, που βίωσε τον απόλυτο πόνο του θανάτου του παιδιού της και ακόμα προσπαθεί να βρει το νόημα και το γιατί της απώλειας αυτής, το αν έπρεπε και το αν άξιζε. Η Μαρία είναι τόσο μικρή και αδύναμη μπροστά σε μια κατάσταση, που την ξεπερνά. Κι ανάμεσα σε ανθρώπους που βρήκαν στο πρόσωπο του γιου της, στις ιδέες του και στην θυσία του, την ευκαιρία να στήσουν μια νέα θρησκεία, ένα ολόκληρο σύστημα, έναν φρέσκο μηχανισμό.
Αυτή είναι η Μαρία του Τόιμπιν, που ζει φορτωμένη μνήμες, πόνο και πίκρα, εξόριστη στην Έφεσο, σαν για να μη δυσκολέψει το εγχείρημα, να μη θολώσει την εξιδανίκευση του γιου της, να μην τον επαναφέρει στις ανθρώπινες διαστάσεις - τις δικές του και τις δικές της...

Το κείμενο του Τόιμπιν είναι προσανατολισμένο σ' αυτήν ακριβώς την ανθρώπινη διάσταση της Μαρίας και του γιου της, του δράματος της θυσίας του, που χαρακτηρίσθηκε στην συνέχεια Θείο Δράμα. Μια ανθρώπινη θυσία πολύ πέρα από τα εγνωσμένα ανθρώπινα όρια αντοχής, μια ιστορία με πανανθρώπινες προεκτάσεις και συνέπειες, που, ωστόσο, διόλου δεν αφορούν μια μάνα, που έχασε το παιδί της, διόλου δεν την παρηγορούν. Καθώς βουλιάζει στα χρόνια, στις αναμνήσεις και στην απερίγραπτη οδύνη, αδυνατεί ή αρνείται να  συμμερισθεί και να κατανοήσει όσα έγιναν κι όσα γίνονται γύρω της, όσα χτίζονται πάνω στο όνομα του παιδιού της.

Η Ασπασία Κράλλη στον επώνυμο ρόλο του θεατρικού μονόλογου, που προήλθε από την διασκευή της νουβέλας του Τόιμπιν, είναι, με μια λέξη, συγκλονιστική! Σε ένα πρώτο επίπεδο, ο λόγος της χαρακτηρίζεται από εξαιρετική άρθρωση, σταθερότητα φωνής και αξιοπρέπεια, που υποστηρίζεται αποτελεσματικά και από την γλώσσα του σώματος. Η Μαρία της μπορεί να είναι - και είναι - γερασμένη και πονεμένη, αλλά στέκεται στον κόσμο και απέναντι σε όσους αξιοποιούν καταλλήλως την τραγωδία του γιου της με απόλυτη αξιοπρέπεια. "Πηγαίνει στην πεποίθησή της", χωρίς κραυγές απόγνωσης, φωνασκίες και μελοδραματισμούς. Μοιράζεται από σκηνής τις αβάσταχτες μνήμες της, μία προς μία, με λεπτομέρεια και διαύγεια τόση, ώστε ο θεατής να οδηγηθεί συνειδητά στο δεύτερο επίπεδο, στο υπόβαθρο των συναισθημάτων της και του άφατου πόνου της απώλειας. Εκείνη, ο άνθρωπος Μαρία, που δεν άντεξε να παραστεί ώς το τέλος στο μαρτύριο, που συχνά φοβήθηκε, που πάσχισε να αλλάξει έγκαιρα τα μυαλά του γιου της και να τον σώσει από το μαρτύριο, σταλάζει μία μία τις μνήμες της μπροστά μας ώς να κοκκινήσει ολότελα το σύμπαν της, που, στο τέλος πια του έργου, έχει γίνει και δικό μας σύμπαν. Άξιζε τόση αδικία, άξιζε να χυθεί τόσο αίμα ζεστό; Υπάρχει σκοπός, ιδέα, αξία, που να δικαιώνει τον θάνατο οποιουδήποτε, που να καταξιώνει τον αμετάκλητο χαμό έστω και μιας ανθρώπινης ζωής;
Οι φωτισμοί του Γιώργου Αγιαννίτη και η μουσική επιμέλεια της παράστασης από τον Ξενοφώντα Νικολάου παίζουν τον δικό τους καθοριστικό ρόλο από την αρχή ώς το τέλος. Η μουσική υπόκρουση δημιουργεί την ατμόσφαιρα, που χρειάζεται κάθε θεατρική εικόνα. Οι φωτισμοί, άλλοτε γλυκύτεροι κι άλλοτε σκληροί, ανελέητοι, κι άλλοτε πάλι παίζοντας με τις σκιές, αναδεικνύουν τις διαδοχικές εκφράσεις του προσώπου και του σώματος.
Οι επιλογές σκηνικών και κοστουμιών της Αγγελικής Αθανασιάδου και της Λήδας Σπερελάκη δείχνουν μελέτη της εποχής, έμπνευση, καλαισθησία και φαντασία.



Τα έπιπλα και τα σκεύη του σπιτικού της Μαρίας είναι αυτά, που νοιώθεις ότι θα μπορούσε πραγματικά να έχει, ενώ, παράλληλα, εξυπηρετούν καταφανώς τόσο την ροή της πλοκής όσο και τα διόλου λίγα σκηνοθετικά ευρήματα του Δημήτρη Μυλωνά. Ο σκηνοθέτης της παράστασης αντιμετώπισε ασφαλώς με πολλή στοργή και εκτίμηση το κείμενο. Αλλά και με πολύ καρποφόρο προβληματισμό. Η σκηνοθεσία του Μυλωνά πηγαίνει πέρα από την επιμελή και στοχευμένη καθοδήγηση της πρωταγωνίστριας, Ασπασίας  Κράλλη. Προσδίδει με τους τρόπους και τα ευρήματά της θεατρικότητα στον μονόλογο και διατηρεί αμείωτη την εγρήγορση του θεατή, δημιουργώντας όχι απλώς αίσθηση δράσης, αλλά πραγματική δράση, που κορυφώνεται με την εισαγωγή του Χορού στο "Δεύτερο Μέρος" της παράστασης. Tα μέλη του Χορού, Γιώργος Ημέρης, Αντώνης Καραστεργίου, Γιάννης Ντάσιος, Νάνσυ Ρηγοπούλου και Χριστίνα Σκλαβάκη, εισέρχονται και κινούνται δυναμικά στην σκηνή. Σιωπηλοί και μασκοφόροι, αξιοποιούν αναγκαστικά το μόνο άλλο μέσο έκφρασης, που διαθέτουν, το σώμα τους, που αποδεικνύεται εδώ πλαστικό και εύγλωττο.



Η Μαρία του Τόιμπιν, η Μαρία του Μυλωνά, η Μαρία της Κράλλη, αφήνει τελικά μιαν αιώνια παρακαταθήκη σε μια γλώσσα ανεπιτήδευτη, βαθιά ανθρώπινη, μοναδικά και ουσιαστικά μητρική. Είναι η γλώσσα της Μαρίας, πριν γίνει Παναγία, της Μαρίας, που ούτε τόθελε να γίνει Παναγία ούτε νοιώθει άνετα στα ρούχα, που της ράψανε Ευαγγελιστές, Απόστολοι και Μαθητές. Η Μαρία το παιδί της μονάχα ήθελε, τον γιο της ζωντανό κοντά της. Άλλη αξία για μια μάνα αυτός ο κόσμος δεν έχει. Ούτε είχε ούτε θάχει ποτέ! 

            

       
      
       

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ - στο VAULT

Χαρακτηριστικό στοιχείο της τραγωδίας στο θέατρο, αλλά και στην πραγματική ζωή, είναι συχνά ένας παράξενος συνδυασμός μοίρας και ανθρώπινης εμμονής. Aπό εμμονή σε συγκεκριμένο ηθικό και αξιακό κώδικα, η τραγική προσωπικότητα επιμένει τόσο πολύ σε μια συγκεκριμένη ρότα, κόντρα σε συμβουλές και συνθήκες, κόντρα στην πραγματικότητα, κόντρα στην βούληση των ισχυρών, ώστε η δραματική κατάληξη να είναι αναπότρεπτη. 
Η Σέλμα, η ηρωίδα του "Χορεύοντας στο σκοτάδι", έχει χτυπηθεί και εξακολουθεί να χτυπιέται από την μοίρα της, αλλά δεν αλλάζει για κανένα λόγο την πορεία, που έχει χαράξει. Εμμένει στους τρόπους της, στις συμπεριφορές και στις συνήθειές της, στον δικό της απαράβατο αξιακό κώδικα, τον οποίο υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια κόντρα σε συμβουλές του περιβάλλοντός της, κόντρα στις αντικειμενικές συνθήκες της ζωής της, κόντρα στην μοίρα την ίδια, που της στέλνει απανωτά μηνύματα. Η Σέλμα είναι μια φτωχή εργάτρια, χαμένη στην Αμερικανική επαρχία, ανύπαντρη μητέρα, που από μιαν ασθένεια χάνει σταδιακά το φως της και μαζεύει σέντσι το σέντσι τα χρήματα που χρειάζονται, για να μην έχει κι ο γιος της την ίδια τύχη. Εκτός από μια στενή της φίλη, κανείς άλλος δεν ξέρει το τραγικό μυστικό της σταδιακής της τύφλωσης. Δεν παραπονείται καν γι' αυτό. Παρηγορείται, αφιονίζεται, με το λεγόμενο Αμερικάνικο όνειρο, βρίσκει καθημερινή διέξοδο στην επιτομή του, στα Αμερικάνικα musicals. H Σέλμα, όσο κι αν υποφέρει μέσα της, βλέπει  musicals, μετέχει σε ερασιτεχνικές μουσικοχορευτικές παραστάσεις, ζει την ζωή της εξωτερικά σαν μέσα σε musical, χρωματισμένη rose bonbon, πασπαλισμένη με άχνη ζάχαρη. Προσδοκά το happy end, παραμένοντας αθώα, σ' έναν άγριο κόσμο. Οι αντιξοότητες δεν αλλάζουν τον χαρακτήρα της, δεν αλλάζουν τον σκοπό της. Υφίσταται κάθε είδους κακομεταχείριση, στην προσωπική της ζωή και στην δουλειά, την βασανίζουν, την εκμεταλλεύονται, την κλέβουν. Μια αναπότρεπτη συγκυρία την εμπλέκει σε έγκλημα, αλλά ούτε κι αυτό την κάνει να μεταβάλει την τροχιά της, να αλλάξει τις αξίες της και να αποφύγει το τραγικό φινάλε.
Η πολυβραβευμένη ταινία του Lars von Trier "Χορεύοντας στο σκοτάδι" διασκευάσθηκε για το θέατρο από τον Patrick Ellsworth και ανέβηκε φέτος στο Vault του Βοτανικού, σε δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία του Δημήτρη Καρατζιά. Το πρώτο και ήδη πολύ μεγάλο  θαύμα είναι η προσαρμογή και η λειτουργικότητα του έργου σε συνθήκες "δωματίου". Είναι κυριολεκτικά απίστευτο το πώς μεταφέρεται ένα musical στον περιορισμένο χώρο της Αίθουσας "Χρύσα Σπηλιώτη" - της αδικοχαμένης στο Μάτι διακεκριμένης ηθοποιού - στον πρώτο όροφο του Vault. Χωρίς τις τεχνικές υποδομές των μεγάλων θεάτρων και τους πολυπληθείς θιάσους, χωρίς εναλλασσόμενα φανταχτερά σκηνικά, χωρίς... χωρίς..., ο Καρατζιάς αξιοποιεί δύο μεγάλα ατού: την προσωπική του σκηνοθετική δημιουργικότητα και  έμπνευση και την υποκριτκή δεξιοτεχνία εννέα (9) μόνον ηθοποιών, τους οποίους καταφέρνει να χωρέσει και να τους κάνει να κινηθούν, να χορέψουν και να τραγουδήσουν με μοναδική άνεση, χωρίς καμμιάν αίσθηση περιορισμού από τον χώρο και το εμβαδόν του. Όπως θαυμαστά ισορροπούν οι εννέα χαρακτήρες στον χώρο, χωρίς ποτέ να χάσουν το βήμα τους, άλλο τόσο θαυμαστά ισορροπούν πάνω στην κοφτερή ακμή των πιο έντονων ψυχικών καταστάσεων, ώστε να βγάλουν musical από την έσχατη τραγωδία της ανθρώπινης μοίρας.


Το έργο είναι παράσταση συνόλου, με τους εννέα ηθοποιούς να μην εγκαταλείπουν διόλου την σκηνή, κατά την διάρκειά της.  Ωστόσο, είναι αδύνατον να μη κοντοσταθεί κανείς πρωτίστως στην συγκλονιστική ερμηνεία της  πρωταγωνίστριας Δήμητρας Κολλά, που δεν ερμηνεύει απλώς την Σέλμα, αλλά την αγκαλιάζει με όλο της το είναι, την εγκολπώνεται απολύτως, γίνεται ένα μαζί της και ανεβαίνει βήμα βήμα τον Γολγοθά της μάνας, που την πρόδωσε η ζωή, την πρόδωσε το περιβάλλον της, την πρόδωσαν τα προσωπικά της όνειρα, μαζί με αυτό τούτο το Αμερικάνικο όνειρο. Κι αν η Σέλμα δεν προλαβαίνει να κλάψει μ' όλα όσα της τυχαίνουν απανωτά, αν ο ίδιος της ο προσωπικός κώδικας δεν της το επιτρέπει, κλαίει στο τέλος η Κολλά για λογαριασμό της. Κλαίει στην τελική υπόκλιση και ξέρεις πως δίκαια κλαίει - γιατί τα έδωσαν και οι δυό τους όλα και κάπως κάπου πρέπει όλο αυτό το ανυπολόγιστο δόσιμο να ξεσπάσει!



Στον ρόλο του γιου της Σέλμα, ο Αντώνης Σταμόπουλος, προσωποποιεί έξοχα όλη την κλίμακα της ευαισθησίας του νέου ανθρώπου, που ψάχνει τον δρόμο του. Ο Τζην είναι ο γιος, που εξαρτάται από την μητέρα του, που ζει σε μια διαρκή συνθήκη επικείμενου δράματος. Ο Σταμόπουλος στον ρόλο αυτό  αντανακλά με ευκρίνεια την πρώτη σταθερά και την πυξίδα στην άχαρη ζωή της Σέλμα. Οι κινήσεις του έχουν κάτι από δραματική χορογραφία, στο βλέμμα του είναι δικαιολογημένα εγκατεστημένη μια διαρκής μελαγχολία, μια αίσθηση, μια συνείδηση απώλειας.
Η δεύτερη και τελευταία σταθερά στην ζωή της Σέλμα είναι η στενή της φίλη Κάθυ της Βιργινίας Ταμπαροπούλου. Η ερμηνεία της εκπέμπει την στερεότητα της ειλικρινούς φιλίας, της αλληλεγγύης, της ανθρώπινης ζεστασιάς. Η Κάθυ λέει στην φίλη της τις αλήθειες, που πρέπει να της πει, την συντροφεύει, την συμβουλεύει. Παρεμβαίνει στην ίδια και σε τρίτους, τηρώντας τα όρια της φιλίας και τιμώντας τα συναισθήματα εκτίμησης και αγάπης για την Σέλμα. Η Ταμπαροπούλου ερμηνεύει με ακρίβεια τον ρόλο της Κάθυ, οι  κινήσεις, οι χειρονομίες και η γκάμα των τόνων της φωνής της εκφράζουν τις αξίες της συντροφικότητας και της στήριξης.                                                         
Οι υπόλοιποι έξι ηθοποιοί - ο Στέλιος Καλαϊτζής, η Ορνέλα Λούτη, ο Θοδωρής Αντωνιάδης, ο Πωλ Ζαχαριάδης, ο Σωτήρης Μεντζέλος και η Ράσμι Σούκουλη - έχουν αναλάβει πολλαπλούς ρόλους, χωρίς αυτό να τους κάνει λιγότερο πρωταγωνιστές στην ζωή της Σέλμα και στην πλοκή του έργου. Οι ερμηνείες τους μόνον αριστοτεχνικές μπορούν να θεωρηθούν, καθώς, στο πλαίσιο της συνεχούς και γοργής εναλλαγής σκηνών, περνούν μέσα σε δευτερόλεπτα από τον ένα ρόλο στον άλλο, ενδύονται  άκαριαία και άνετα το δέρμα του, συγκροτούν ολοκληρωμένα τον νέο χαρακτήρα, που υποδύονται, μέσα από άλλη γλώσσα σώματος, άλλην εκφραστικότητα, άλλη κινησιολογία.
Ωστόσο, ο Δημήτρης Καρατζιάς, στο αριστοτεχνικό του αυτό σκηνικό αποτέλεσμα, υποστηρίχθηκε επίσης από δύο επί πλέον παράγοντες, που με την συγκροτημένη δουλειά τους συμπλήρωσαν μοναδικά τον καμβά, πάνω στον οποίο κέντησε ο σκηνοθέτης. Ο λόγος εδώ για τα κοστούμια των Μάριου Βουτσινά και Γιώργου Λυντζέρη, καθώς και για την μουσική του Μάνου Αντωνιάδη.
Τα κοστούμια γυναικών και ανδρών παίζουν χαρακτηριστικά σε όλη την τονική κλίμακα του γκρι και στην άκρα απλότητα των γραμμών, υπηρετώντας το πνεύμα του έργου και του θεατρικού του ανεβάσματος. Αποτυπώνουν ταυτόχρονα την λιτότητα, που πρεσβεύει το κίνημα DOGMA 95, του Lars von Trier, αποτυπώνουν τον γκρίζο κόσμο της Σέλμα, ακόμη και την περιορισμένη της όραση, που φτωχαίνει ώρα την ώρα, καταπίνοντας χρώματα και σχήματα, αφήνοντας μόνο άχρωμες φιγούρες και σιλουέτες, σκιές ενός κόσμου αφιλόξενου, άφιλου. Παράλληλα, καθοδηγούν τον θεατή να επικεντρωθεί στην εκφραστικότητα των προσώπων και των σωμάτων, εξυπηρετούν την  μελετημένη κινησιολογία, με την στενή τους φόρμα.     
Από την άλλη πλευρά, ο Μάνος Αντωνιάδης ανέλαβε την καθόλου εύκολη αποστολή να γράψει πρωτότυπη μουσική και τραγούδια για το έργο. Σε μια χώρα, που δεν έχει παράδοση στο είδος του musical, το να ντύσεις μια θεατρική παράσταση αξιώσεων με μουσικές, που λειτουργούν συμπληρωματικά για την εξέλιξη της πλοκής, το χτίσιμο και την κατανόηση των χαρακτήρων, την δημιουργία ταιριαστής ατμόσφαιρας και περιβάλλοντος για την σκηνική δράση,  είναι κατόρθωμα από μόνο του. Πολλώ δε μάλλον όταν οι συνθέσεις αποδεικνύονται όχι διεκπεραιωτικές, αλλά λειτουργικές και φυσικά ενταγμένες στην ροή του έργου. Συνεπαίρνουν τους ηθοποιούς και τους χαρακτήρες, τους παρωθούν στην εκδήλωση συναισθημάτων και σκέψεων μέσα από τον χορό και τους στίχους - και στο τέλος συνεπαίρνουν και τους θεατές. Ιδιαίτερα, το τελικό μουσικό μοτίβο ξεχωρίζει με τον δικό του ρόλο, που τονίζει  υποβλητικά την αναπότρεπτα δραματική κορύφωση του έργου.
Το "Χορεύοντας στο σκοτάδι", όπως το ανέπτυξε και το έστησε στο VAULT ο Δημήτρης Καρατζιάς είναι ένα σύνολο προκλήσεων και στοιχημάτων σε πολλά επίπεδα, που τα κερδίζουν όλα οι συντελεστές του. Είναι θέατρο, είναι δράμα, είναι musical στα καλύτερά του!   

                             
 
GreekBloggers.com