Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Η ελπίδα

Ελπίζω
Όμως
Πάντα ελπίζω
Είπα
Γύρισες
Πρώτη φορά τότε
Και με κοίταξες
Η ελπίδα
Είπες
Είν’ ένας  καθρέφτης
Για να βλέπεις τον κόσμο
Σε αντανάκλαση
Πολλαπλασιάζει την απόσταση
Η ελπίδα
Και τα συναισθήματα
Να την προσέχεις
Μη σου σπάσει  
Θάρθουνε τότε
Όλα πιο κοντά
Κι ο κόσμος 
Δεν θάναι είδωλο
Ο κόσμος 
Θα γίνει πραγματικός

Να την προσέχεις
Μη σου σπάσει

Γρουσουζιά

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Οι Πρακτόρισσες: Mission Impossible... accomplished


Η παρωδία ως είδος γραφής είναι πρώτ’ απ’ όλα μια ακροβατική άσκηση. Με κάθε του λέξη και φράση, ο συγγραφέας ακροβατεί πάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί. Κάθε σκηνή, που προωθεί την πλοκή, πρέπει να κάνει ένα βήμα μπροστά, διατηρώντας όχι μόνο την ισορροπία, αλλά και το ίδιο το σκοινί ακέραιο – κι εύκολα χάνεται η ισορροπία, εύκολα σπάει το σκοινί!
Η παρωδία ταινιών κατασκοπείας «Οι Πρακτόρισσες», που έγραψε ο Γιάννης Καλαβριανός και σκηνοθέτησε ο Αυγουστίνος Ρεμούνδος για τον Πολυχώρο VAULT (Μελενίκου 26, Γκάζι), ενσωματώνει μια σειρά από πολύ δύσκολες επιλογές τόσο στο συγγραφικό όσο και στο σκηνοθετικό επίπεδο. Επιλογές, που μπορούν, επίσης, να χαρακτηρισθούν τολμηρές ή και πρωτοποριακές ακόμη, στον βαθμό που τόσο η φόρμα όσο και το θέμα δεν απαντώνται συχνά στην Ελληνική δραματουργία, ώστε να ξέρει κανείς πού να πατήσει και πώς.

Χωρίς ικανό και με αξιώσεις προηγούμενο, ο συγγραφέας βουτάει στα βαθιά του κινηματογραφικού είδους, που κάποτε αποκαλούσαμε συλλήβδην τζεϊμσμποντικό, αλλά, ταυτόχρονα, κλείνει το μάτι και σε μερικά από τα πιο λαμπερά αστέρια του τηλεοπτικού σύμπαντος, από το Mission Impossible και το Charlies Angels μέχρι τον ανεκδιήγητο πράκτορα Smart. Εμπειρίες και αναμνήσεις, εικόνες και βιώματα, από το φανταστικό αυτό πάνθεον σοβαρών και κωμικών χαρακτήρων μπλέκονται με παιδικούς κλεφτοπόλεμους, εντάσσονται δημιουργικά στον καμβά του έργου και, τελικά, ζωντανεύουν ακόμα πιο δημιουργικά σε μια μικρή σκηνή, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των θεατών. Κι αυτό γιατί το κατόρθωμα της συγγραφής ενός τέτοιου έργου συμπληρώνεται και ολοκληρώνεται από το κατόρθωμα της σκηνοθεσίας, που μετατρέπει τον δεδομένα περιορισμένο χώρο σε πίστα, όπου εκτυλίσσονται τα απίστευτα, χωρίς, όμως, να γλιστρήσει και να τσακιστεί πουθενά κανένας: ούτε ο συγγραφέας ούτε ο σκηνοθέτης ούτε οι ηθοποιοί. 


Τρεις σύγχρονοι Άγγελοι του Τσάρλυ, γυναίκες-κατάσκοποι σε εφεδρεία, ανακαλούνται στην ενεργό δράση για να σώσουν τον κόσμο μας, που κινδυνεύει για μιαν ακόμη φορά από τους κακούς.
Οι δύο δεν κρύβουν τις αρχετυπικά τζεϊμσμποντικές αναφορές τους: Λεπτεπίλεπτη Ιταλίδα με κορμοστασιά αυθεντικού μοντέλου, η Μάρα Δαρμουσλή, ο τύπος γυναίκας, που δεν λείπει από ταινία του Τζέιμς Μποντ. Πιστευτή pole dancer καριέρας, χυμώδης Λευκορωσίδα με ιδεώδεις καμπύλες, επιβλητική εκφορά λόγου και συνολικό στυλ Ούρσουλα Άντρες, η Τριανταφυλλιά Ταμπαλιάκη. Η τρίτη, η Αλκμήνη Σταθάτου, προσωποποιεί την ιδιαίτερα αναγνωρίσιμη Ελληνική πινελιά στο τρίο, μέσα από την τσαχπινιά και την αποτελεσματική «αφέλεια» της μικροκαμωμένης, καταφερτζούς, Ελληνοπόντιας.



Όλες μαζί συνθέτουν ένα αχτύπητο τρίο, που μέσα στα 100 λεπτά της διάρκειας του έργου θα περάσει επιτυχώς διά πυρός και σιδήρου, για να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Οι ρυθμοί του έργου είναι αναμενόμενα καταιγιστικοί, όπως, βέβαια, συμβαίνει πάντα στις ταινίες δράσης – με την διαφορά, όμως, ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με έργο θεατρικό και με μέσα αναγκαστικά περιορισμένα.
Όσο αξίζει, επομένως, το έργο για τους σπαρταριστούς διαλόγους, άλλο τόσο αξίζει για τον τρόπο, με τον οποίο ο σκηνοθέτης εξαντλεί όλα τα δυνατά ευρήματα, για να αναπαραστήσει τα κατασκοπικά βάσανα και να εικονοποιήσει την δράση. Για να υλοποιήσει το θαύμα, στην διάθεσή του έχει μονάχα τρεις καρέκλες – αυτό είν’ όλο κι όλο το σκηνικό και τα υλικά του! – αλλά το κρυφό του όπλο και το βαρύ πυροβολικό είναι οι τρεις γυναίκες,  οι τρεις πρωταγωνίστριες, που αλωνίζουν την σκηνή ακούραστα και διαπρέπουν σε όλα: από χορούς αποπλάνησης και πολεμικές τέχνες μέχρι βασανιστήρια αιχμαλώτων.  
Στους άλλους, διόλου αμελητέους και δεύτερους, ρόλους:
Η Ευγενία Αποστόλου πλάθει την Ζαμπίνε, την αρχηγό της Ρωσικής Ακαδημίας κατασκόπων. Μια «Μ» Ρωσικών προδιαγραφών, με περισσή αυτοπεποίθηση, αυστηρότητα και ακαμψία, που σπάει μονάχα στο τέλος, όταν αποκαλύπτεται η συναισθηματική Αχίλλειος πτέρνα της.



Ο Πωλ Ζαχαριάδης, με τον αβανταδόρικο, πολλαπλό του ρόλο, ζωντανεύει μια σειρά από χαρακτήρες, μέσα από συνεχείς μεταμορφώσεις, μεταμφιέσεις, γκριμάτσες και ατάκες, που χαρακτηρίζονται από το σωστό timing και μένουν αξέχαστες.





Σ’ αυτό το διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον της διεθνούς κατασκοπείας, η Χριστίνα Δενδρινού ως δεξί χέρι της Ζαμπίνε, καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα επικίνδυνη και σέξυ. Έχει τον τρόπο της, έχει το παρουσιαστικό, έχει το ταλέντο.
Στον ρόλο του αναπάντεχα πανταχού παρόντος Αμερικανού Πρέσβυ, ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ο Αυγουστίνος Ρεμούνδος, με κοψιά και γλώσσα σώματος κατ’ ευθείαν από το Τέξας. Πιο πειστικός και άμεσος δεν γινόταν να είναι!




«Οι Πρακτόρισσες», όπως είναι αναμενόμενο, σώζουν, φυσικά, τον κόσμο. 
Σώζουν, όμως, και το δίωρο, που μπορείτε και που αξίζει να τους αφιερώσετε ένα Σαββατόβραδο στις 9 μμ. ή μια Κυριακή στις 6 μμ. Μη διστάσετε να τους αναθέσετε την αποστολή αυτή - θα τα καταφέρουν!  



Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

O Οδυσσέας επιστρέφει - στην La Ponta της Σαντορίνης

Το θαύμα, που κρύβεται στα έγκατα του Ακρωτηρίου, στην Σαντορίνη, το ξέρουμε.
Το μάθαμε από τότε που η αρχαιολογική σκαπάνη του μέγιστου Μαρινάτου έφερε στο φως έναν καλοδιατηρημένο προϊστορικό οικισμό. Άλλα όσα κι αν έχουμε ακούσει, δει ή διαβάσει, το βίωμα της επίσκεψης στον αρχαιολογικό χώρο είναι πέραν πάσης περιγραφής.
Υπάρχει, όμως, ένα ακόμη θαύμα στο Ακρωτήρι - λιγότερο γνωστό ίσως, αλλά οι μυημένοι γίνονται όλο και περισσότεροι κι η φήμη του απλώνει.





Ψηλά, πάνω από το χωριό, δεσπόζει το Ενετικό Κάστρο, το Καστέλι. Αγναντεύει το Αιγαίο απ' άκρη σ' άκρη κι είναι σαν να το διαφεντεύει. Παίρνει ενέργεια από την άβυσσο της Καλντέρας και την διαχέει σ' Ανατολή και Δύση, Βορρά και Νότο.
Εκεί, μέσα στο Κάστρο, που έχει θαυμαστά συντηρηθεί κι αποκατασταθεί λειτουργεί η La Ponta. Λειτουργούν δυό άνθρωποι, ιερουργούν ουσιαστικά. Εκεί ο Γιάννης Πανταζής κι η Αργυρώ Κακίση έχουν στήσει το μικρό Μουσείο Τσαμπούνας, που, ωστόσο, πάει πέρα από την τσαμπούνα κι αγκαλιάζει στοργικά την μουσική μας παράδοση, τα όργανα, που συντρόφεψαν γενιές και γενιές, έβαλαν φωτιές σε πανηγύρια και χορούς, άναψαν φυτιλιές σε έρωτες αγοριών και κοριτσιών.




Στο δώμα πάνω από το Μουσείο, ο Γιάννης Πανταζής έχει στήσει το Εργαστήρι του, όπου κατασκευάζει τσαμπούνες κι άλλα όργανα στο χέρι, σώζοντας τρόπους παλιούς, που δεν πρέπει για κανένα λόγο να ξεχαστούν.
Παράλληλα, ο κύριος χώρος του Μουσείου αποτελεί σταθερά την σκηνή ολοκληρωμένων καλλιτεχνικών δρώμενων, που προσελκύουν επίσης σταθερά Έλληνες και ξένους ταξιδιώτες. Ταξιδιώτες συνειδητούς - από εκείνους που δεν αρκούνται στον ήλιο και στην θάλασσα, αλλά θέλουν να δώσουν βάθος στην εμπειρία τους από τον κόσμο της Σαντορίνης, των Κυκλάδων και του Αιγαίου, της Ελλάδας όλης.

Σε ένα τέτοιο δρώμενο είχα την σπουδαία τύχη να παρευρεθώ κι εγώ μόλις το περασμένο Σάββατο.



Δυσκολεύομαι να το χαρακτηρίσω απλή μουσική παράσταση, γιατί "Ο Οδυσσέας επιστρέφει", όσο κι αν είναι μια ολοκληρωμένη και άκρως υποβλητική performance, ξεπερνάει τα όρια αυτά κι ακουμπάει στην μυσταγωγία.




Ο Γιάννης Πανταζής, εκτός από κατασκευαστής παραδοσιακών οργάνων είναι και μελετητής και δεξιοτέχνης μουσικός, Στον "Οδυσσέα" του παίζει δέκα παραδοσιακά όργανα, από τα οποία τα οκτώ είναι δικής του κατασκευής, και τα παίζει με τέτοιο τρόπο και αίσθημα, ώστε να αποτελούν ένα ταξίδι στον χρόνο, μιαν επίσκεψη στην διαχρονικότητα της Ελληνικής μουσικής, στην πολιτιστική επιβίωση της φυλής.






Οι νότες του Γιάννη Πανταζή καβαλούν τους αέρηδες και τα κύματα του Αιγαίου, αψηφούνε Κύκλωπες, Λαιστρυγόνες και Σειρήνες κι οδηγούν με γνώση και πεποίθηση τον Οδυσσέα στην αρχέγονη εστία.
Ο νόστος ολοκληρώνεται.
Ο Οδυσσέας επιστρέφει.
Σοφός,  πλούσιος, γεμάτος.
Λυτρώνεται ο Οδυσσέας.
Μαζί του κι εμείς.
Με την μουσική!..      
            






Όλες οι φωτογραφίες εδώ...

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Δείπνο για πέντε



"Δείπνο για πέντε", λοιπόν, στο Life and Art Theater από την Ομάδα "ΚΛΕΨΥΔΡΑ - Θέατρο για τον άνθρωπο", στον παράδρομο της Κωνσταντινουπόλεως, κοντά στην γωνία με την Ιερά Οδό, στον Κεραμεικό. Και θάλεγα πως ήμουν ο έκτος στο δείπνο αυτό - κι έτσι νόμιζα κιόλας, αρχικά - αλλά με μιαν αίθουσα τόσο γεμάτη, κατάμεστη, ο ανταγωνισμός για μια επί πλέον θέση στο τραπέζι και λίγα ψίχουλα παραήταν μεγάλος!
Όσο για το Life and Art Theater, βρήκα την επωνυμία του πολύ ταιριαστή για το συγκεκριμένο έργο - πραγματικά τέχνη που καθρεφτίζει την ζωή δίχως ίχνος υπερβολής και ακρότητας. Πέντε άνθρωποι, που συνδέονται με φιλικούς και συγγενικούς δεσμούς, συγκεντρώνονται σ' ένα σπίτι στο Παρίσι για δείπνο. Ωστόσο, ούτε ο τόπος ούτε η εθνικότητα παίζουν ρόλο, δεν  λειτουργούν περιοριστικά. Πρόκειται απλώς για πέντε ανθρώπους, για πέντε χαρακτήρες οικείους και αναγνωρίσιμους λίγο-πολύ. Και στέκομαι ιδιαιτέρως σε αυτό, γιατί δεν μιλάμε για καρικατούρες, αλλά για πραγματικούς ανθρώπους, που ζωντανεύουν επί σκηνής, τσιμπολογάνε, χειρονομούν και συζητούν, μετέχοντας σε έναν διάλογο πολύ γοργών ρυθμών, όπως μόνον φίλοι από παλιά μπορούν να τον κάνουν: χωρίς πολλή περίσκεψη και χωρίς όρια, αυθόρμητα, ασυγκράτητα.
Η κατάσταση, που εξελίσσεται μπροστά στον θεατή του "Δείπνου", είναι επίσης αναγνωρίσιμη - πιο αναγνωρίσιμη και από τους καθ' έκαστον χαρακτήρες, θα μπορούσα να πω. Πολλές φορές, όλοι μας έχουμε βρεθεί με φίλους και συγγενείς σε μια σύναξη, που αρχίζει αθώα κι ανυποψίαστα, για να κλιμακωθεί και να καταλήξει σε κάτι που, ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να είναι από απλή κρίση στις σχέσεις μεταξύ μας έως τραγωδία αγιάτρευτη. 
Μέσα στις σχέσεις των ανθρώπων πάντα βρίσκουν τρόπο να χώνονται και να κρύβονται μυστικά κι απωθημένα, υλικά εκρήξεων, που απλώς περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να βγουν στην επιφάνεια, να κάνουν το μπαμ. Ένας καταλύτης λείπει, μια αφορμή συχνά κρυμμένη σε κάτι ασήμαντο - μια λέξη ίσως, μια χειρονομία - κάτι, τέλος πάντων, που ερμηνεύεται ή παρερμηνεύεται με τρόπο τέτοιο, ώστε να δώσει το έναυσμα για απίστευτες αποκαλύψεις και συγκρούσεις. κι από κει και πέρα τον λόγο, το πάνω χέρι δεν τόχει πια η λογική, αλλά το θυμικό του καθενός, η ιδιοσυγκρασία του. 
Μια τέτοια, σχεδόν ασήμαντη, κουβέντα την ώρα του τσιμπολογήματος είναι που κάνει τα γρανάζια του έργου να γυρίζουν και το μυαλό των συνδαιτυμόνων να αρχίσει να παίρνει λάθος στροφές. Όλοι ξαφνικά λένε τα λάθος πράγματα, κάνουν τις λάθος χειρονομίες. Λάθος, όχι γιατί είναι πραγματικά εσφαλμένα όλα όσα λένε, αλλά απλώς γιατί ξεπερνούν τα όρια της συμβατικής, της "ακίνδυνης" συζήτησης, της κοζερί, που έλεγαν οι παλιότεροι. Λάθος, γιατί οδηγούν σε αποκαλύψεις, σε αλήθειες άβολες. σε πράγματα, που δεν λέγονται για λόγους προστασίας και αυτοπροστασίας. Ποιός τα θέλει και ποιός τα αντέχει τα νερά τα αχαρτογράφητα; Ούτε καν οι  πιο στενοί κι αγαπημένοι συγγενείς. Ούτε κι οι φίλοι οι κολλητοί, που πριν καλά-καλά καταλάβουν τι ξεστομίζουν, βλέπουν την κρίση μεταξύ τους να παίρνει διαστάσεις ανεξέλεγκτες. Κι αυτό το "Δείπνο", που ξεκινάει ως χαλαρή κομεντί, πάει να αγγίξει τα όρια της τραγωδίας - για να γυρίσει, όμως, πάλι σε κομεντί, καθώς όπου υπάρχουν πραγματικοί δεσμοί αγάπης μεταξύ των ανθρώπων εκεί κάποια στιγμή, την ύστατη, έστω, ώρα, έρχεται κι η αλληλοκατανόηση, για να εξισορροπήσει πάλι τα πράγματα. 
Η δύναμη του θεατρικού κειμένου, αλλά και της διδασκαλίας, του Θανάση Χλιάρα  έγκειται στο ότι (ξέρει να) κρατάει αυτή την ισορροπία. Δημιουργεί τους χαρακτήρες, τους βάζει λόγια στο στόμα, τους οδηγεί στην σύγκρουση, αλλά την κρίσιμη στιγμή, λίγο πριν ξεσκίσει τελειωτικά ο ένας τον άλλο, βάζει στο παιχνίδι την αλληλοκατανόηση και αφήνει σοφά τα ειλικρινή συναισθηματικά δεσμά να επικρατήσουν και να οδηγήσουν τις σχέσεις σε ήρεμα νερά πάλι.
Οι συνδαιτυμόνες αποκαθιστούν τους μεταξύ κώδικες επικοινωνίας και συμβίωσης - και φεύγει κι ο θεατής ανακουφισμένος - αλλά όλοι κι ο καθένας μόνος του κρατούν το κέρδος των αιχμηρών παρατηρήσεων, των καίριων σχολίων, που ανταλλάσσονται και βοηθούν στην ουσιαστικότερη γνωριμία με τον άλλο αλλά και στην ίδια την αυτογνωσία!



Οι ρυθμοί του έργου είναι εξαιρετικά γρήγοροι, οι ηθοποιοί εκφράζονται όχι μόνον με λόγια, αλλά και με χειρονομίες ή γκριμάτσες, που είναι αποτελεσματικές, χωρίς να είναι σπαστικές ή κλοουνίστικες. 
Αεικίνητη, η Βασιλική Λιβιεράτου, στον ρόλο της οικοδέσποινας, Κας Γκαρόμπ, που δεν θέλει και δεν αφήνει τίποτε από τα διαδραματιζόμενα στο σαλόνι να της ξεφύγει, ενώ ταυτόχρονα πηγαινοέρχεται στην κουζίνα, για να περιποιηθεί τους καλεσμένους της. Της έχει ξεφύγει επί χρόνια, βέβαια, η βασική αλήθεια για την προσωπική ζωή του καλύτερού της φίλου, του απεγνωσμένου Μονσερί, αλλά αυτό ακριβώς είναι που δίνει και την ευκαιρία στον Μονσερί Πάνο Τσαλιγόπουλο να ξεγυμνώσει μπροστά μας την ψυχή και τις ανάγκες του του και σε μας να απολαύσουμε έναν μονόλογο de profundis.  
Πειστικός intellectuel, ο Θανάσης Χλιάρας στον ρόλο του οικοδεσπότη, που βρίσκει την ευκαιρία να ξεσπαθώσει κατά του αθεράπευτου playboy Πατρίκ - του Θανάση Πατριαρχέα, ο οποίος επιδεικνύει ένα εξαιρετικό timing, για να αποδειχθεί, τελικά, ότι τους παίζει όλους μια χαρά. Όλους, εκτός ίσως από την έγκυο σύντροφό του, την λεπτεπίλεπτη Στεφανία Γκουρνέλου, που πείθει απολύτως για το ότι έχει τον τρόπο της να βγαίνει από πάνω και να κρατάει για λογαριασμό της τον έλεγχο και τον τελευταίο λόγο.Πάντα!
Σε ρόλο αφηγήτριας, η Λούλα Τριανταφύλλου εμφανίζεται όταν κι όπως πρέπει, για να βάλει τα πράγματα στην θέση τους δεόντως και να δώσει στον θεατή καίριες πληροφορίες για τους χαρακτήρες. Από την άλλη πλευρά, στον ρόλο της Ιζαμπέλ, η Σμαράγδα Γιαννίση κάνει μιαν εμφάνιση, που είναι υπεραρκετή για να βγάλει τον βουβό πόνο του κρυφού έρωτα.

Με λίγα λόγια, το "Δείπνο για πέντε", που θα παίζεται για δύο ακόμη εβδομάδες, Δευτέρα και Τρίτη, στο Life and Art Theater, συνιστάται ανεπιφύλακτα για ένα ευχάριστο, αλλά όχι αναγκαστικά και απροβλημάτιστο, δίωρο. 



        
                                

Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Η Έλενα Κοσμά στο BETON 7




Όταν παρακολουθείς την πορεία ενός καλλιτέχνη, δεν υπάρχει τίποτε πιο όμορφο από το να τον βλέπεις να προχωρά, να εξελίσσεται, να ωριμάζει, μένοντας πιστός σε εκείνη την γραμμή, που από την αρχή ήταν η αιτία για να τον προσέξεις... Τέτοια είναι η περίπτωση της Έλενας Κοσμά, για την οποία συμπτωματικά πρωτάκουσα πριν από 15 μήνες. Το πρόγραμμα, που παρουσίαζε εκείνη την εποχή στο πάντα φιλόξενο για τους νέους ΧΥΤΗΡΙΟ, αποτελείτο από ποιήματα μεγάλων ποιητών μας, μελοποιημένα από εξ ίσου μεγάλους Έλληνες συνθέτες κι ήταν αυτό το ρεπερτόριο, που οδήγησε τα βήματά μου ώς την Ιερά Οδό.
Για τις γενιές, που διαμορφώθηκαν μουσικά με ακούσματα από το '60, το '70 και το '80, το ρεπερτόριο αυτό αποτελεί την πεμπτουσία του Ελληνικού τραγουδιού, που πιο πρόσφατα αναγκαστήκαμε να ορίσουμε ως "έντεχνο", για να το διαχωρίσουμε από τα απροσδιορίστου μουσικού είδους τραγούδια μιας χρήσεως, που επικρατήσανε στο μεταξύ.
Τα τραγούδια αυτά πάτησαν είτε πάνω σε "καθαρή" ποίηση του Σεφέρη, του Ρίτσου ή του Ελύτη είτε πάνω σε γερούς στίχους του Παπαδόπουλου, του Γκάτσου και άλλων στιχουργών, που η ευαισθησία και η τεχνική τους συγγένευαν τόσο πολύ με την ποιητική τέχνη, ώστε να δυσχεραίνεται η κατάταξή τους μεταξύ των απλών στιχουργών.
Δεν ξέρω αν είναι ένα μικρό θαύμα το ότι νεώτεροι καλλιτέχνες επιστρέφουν σε αυτά, αλλά ξέρω ότι όσοι διαθέτουν το ήθος και το υπόβαθρο να τα προσεγγίσουν έντιμα και να τα ερμηνεύσουν με ψυχική ειλικρίνεια μεταδίδουν γνήσια συγκίνηση.



Η Έλενα Κοσμά, με θητεία στην σύνθεση, στο τραγούδι, ακόμα και στην ποίηση, έχει όλη την προπαρασκευή για να πάρει στα χέρια της το πολύτιμο και φορτισμένο αυτό υλικό. Με σεβασμό στους πρωτομάστορές του, μπορεί να το κάνει τώρα όσο δικό της χρειάζεται ώστε να μπορέσει σε μας τους παλιότερους να αναβιώσει το παλιό ρίγος και σε άλλους, νεώτερους, να μεταδώσει το λίκνισμα των μελωδιών, την άσβεστη φλόγα των πάντα επίκαιρων νοημάτων.
Σ' αυτήν την μουσική τροχιά, που έχει διαλέξει, έμεινε πιστή και προχθές, καθώς εμφανίσθηκε στην υπόγεια σκηνή του ΒΕΤΟΝ 7, στον Βοτανικό. Η σκηνή αυτή είναι εξαιρετικά λιτή, μισοσκότεινη, δίχως στολίδια και παραφερνάλια, σχεδιασμένη, λες, έτσι ώστε τίποτε να μη σου αποσπά την προσοχή, φτιαγμένη για επικέντρωση στην ουσία. Στην ουσία της μουσικής και στην ουσία της ερμηνείας. Ταιριαστά λιτή και η ίδια η ερμηνεύτρια, έντυσε με το δικό της παίξιμο στο πιάνο την φωνή της. Απέναντί της και σε άμεση οπτική επαφή, ο έμπειρος Σπύρος Χειμαριός, με την κλασική μουσική του παιδεία και θητεία στo βιολοντσέλο.




Και στον χώρο να περιπλανώνται τα κείμενα, να ταξιδεύουν από την μια γωνία στην άλλη, να κάνουν χαμηλά πετάγματα πότε εδώ πότε εκεί, να ξαποσταίνουν λίγο σε μια κολώνα, να ζεσταίνονται στους χαμηλούς τόνους της Βάνας Πεφάνη, στο βλέμμα της, που και μέσα στο σκοτάδι πάλι διαπεραστικό ήταν.  



Δεν ξέρω πώς αλλιώς να περιγράψω την βραδιά αυτή στο κατάμεστο BETON 7, δεν ξέρω τι άλλο να πω για το κλίμα, την ατμόσφαιρα...
Μόνο τούτο θα πω: κάπου εκεί προς το τέλος και καθώς η Έλενα Κοσμά έπιασε να τραγουδάει το "Μη μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα", σκέφθηκα ξαφνικά πως λέμε συχνά ότι χρειάζεται ένα συγκεκριμένο καλλιτεχνικό ήθος για να ακουμπήσεις αυτά τα τραγούδια και να τα ερμηνεύσεις. Ναι, έτσι είναι... Αλλά αυτό το ήθος, τελικά, δεν χρειάζεται γιατί είναι μεγάλα, σπουδαία ή ιερά τα τραγούδια - ή, τουλάχιστον, δεν χρειάζεται μονάχα γι' αυτόν τον λόγο. Χρειάζεται πιο πολύ γιατί ήταν άλλο το ήθος του περιεχομένου, άλλο το ήθος των αισθημάτων και των συναισθημάτων, άλλο το ήθος των ανθρώπων και της εποχής. Η αγάπη, ο έρωτας, οι αξίες, οι αφηρημένες έννοιες, βιώνονταν διαφορετικά, στέκονταν σε ένα βάθρο ψηλότερο, αλλιώς τις θωρούσαν, αλλιώς τις νοηματοδοτούσαν. Κι αλλιώς τις παρίστανε η τέχνη, αναλαμβάνοντας κι έναν παιδευτικό ρόλο, ψυχαγωγικό με την κυριολεκτική του όρου έννοια.
Αυτή μου μοιάζει νάναι η φόρτιση των τραγουδιών, για την οποία συνήθως μιλάμε, αυτό το φορτίο, με το οποίο ταξιδεύουν στον χρόνο. Φορτίο, που θέλει πλάτες γερές, δοκιμασμένες, τίμιες, για να το σηκώσουν οι νεώτεροι σήμερα. Το ποιός τις έχει και το ποιός δεν τις έχει ας το κρίνει ο καθένας μόνος με τον εαυτό του, μακριά από το χωνευτήρι της δημοσιότητας και της δημόσιας ζωής, που βουλιάζει στην φτήνια της αγοράς.
Ας έχουν, λοιπόν, επίγνωση όσοι υποστηρίζουν νεωτερικές εκτελέσεις από αδόκιμους τραγουδιστές, που χθες τραγουδούσαν τραγούδια του συρμού, σήμερα πάνε να κάνουν ποιοτικό διάλειμμα κι αύριο πάλι τραγούδια της συμφοράς θα λένε, πως αυτή μουσική κληρονομιά είναι ό,τι πιο αλώβητο μας έχει μείνει μέσα στην σύγχυση και στην έκπτωση, που βιώνουμε συλλογικά τα τελευταία χρόνια. Ας μη την μαγαρίσουν κι αυτήν την κληρονομιά, ας μη μας την στερήσουν και αυτήν. Άλλο τίποτε δεν έχουμε πια!                      


Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Το LATRAAC στο ΡΟΜΑΝΤΖΟ

Καθώς φαίνεται, το πιο παλιό, μεγάλο - το μεγαλύτερο - όνειρο των skaters της Αθήνας παίρνει επί τέλους φέτος σάρκα και οστά, με την κατασκευή του πολυπόθητου skate bowl κάπου στον Κεραμεικό.
Με το LATRAAC, που παρουσιάσθηκε χθες, 22/4/2015 επίσημα στο "Ρομάντζο" της οδού Αναξαγόρα, στο Γεράνι, πραγματοποιείται η μεγάλη μετάβαση: όπως πολλές μεγάλες πόλεις του εξωτερικού, όπως ακόμα και κάποια σημεία της Ελληνικής περιφέρειας, έτσι τώρα και η Αθήνα αποκτά το δικό της οργανωμένο και σύγχρονο skate bowl. Η πολύχρωμη και πολύμορφη γειτονιά του Κεραμεικού μπορεί δικαίως να περιμένει πως θα πάρει νέα ζωή και θα γνωρίσει νέες δόξες, με την συρροή όλων των Αθηναίων skaters στο bowl...
Καλορίζικο!..



























Περισσότερες φωτογραφίες εδώ
High resolution files εδώ

 
GreekBloggers.com