Μετά το τρισάγιο και πέφτοντας το βράδυ, πήραμε ν'
ανηφορίζουμε σιγά-σιγά προς τον Άη Συμιό. Μέσα μας αντηχούσαν τα τραγούδια κι
οι σκοποί, που ακούγαμε εδώ κι εκεί στην πόλη, μέρες και νύχτες, γύρω από τα
τραπέζια, που με φαΐ, ποτό και τραγούδι, ενώνουν τους άντρες και τους φέρνουν
κοντά, όσο τίποτ' άλλο.
Κάποιοι, λίγο δειλοί, ίσως, διστακτικοί, τα σιγοψιθύριζαν, άλλοι τα σφύριζαν όσο κι όπως μπορούσαν, μα όλοι, πάντως, τα είχαν μέσα τους, σαν για να τους συντροφεύουν στην διαδρομή, να τους προπαρασκευάζουν για την ολονυκτία.
Μπροστά στα μάτια μας ξεπηδούσαν εικόνες, συνέχεια εικόνες, μπερδεμένες εικόνες, κάποτε και θολές. Εικόνες χωρίς συνοχή πάντα, χωρίς λογική διαδοχή, ίσως και χωρίς νόημα, θάλεγαν από μέσα τους τίποτε πρωτευουσιάνοι, περαστικοί και περιηγητές τυχαίοι.
Κάποιοι, λίγο δειλοί, ίσως, διστακτικοί, τα σιγοψιθύριζαν, άλλοι τα σφύριζαν όσο κι όπως μπορούσαν, μα όλοι, πάντως, τα είχαν μέσα τους, σαν για να τους συντροφεύουν στην διαδρομή, να τους προπαρασκευάζουν για την ολονυκτία.
Μπροστά στα μάτια μας ξεπηδούσαν εικόνες, συνέχεια εικόνες, μπερδεμένες εικόνες, κάποτε και θολές. Εικόνες χωρίς συνοχή πάντα, χωρίς λογική διαδοχή, ίσως και χωρίς νόημα, θάλεγαν από μέσα τους τίποτε πρωτευουσιάνοι, περαστικοί και περιηγητές τυχαίοι.
Εικόνες, παντού εικόνες, λες και ξεπηδούν από γωνίες,
τοίχους πέτρινους, σπίτια Μεσολογγίτικα, μισογκρεμισμένα, ερείπια οικεία,
αγαπημένα, πόρτες και παράθυρα φαγωμένα άλλοτε από τον χρόνο κι άλλοτε από τους
ανθρώπους σε κάποια στιγμή μανίας, φαγωμένα απλώς από την ζωη, αλλά φαγωμένα,
γερμένα μπροστά στην μοίρα. Εικόνες, λοιπόν... Να: εδώ φουστανελάδες ζωσμένοι
με τις πιστόλες, τους, τα φυσεκλίκια και τις μπαρουτοθήκες. Αρματωσιές
καλογυαλισμένες, βαριές κι ασήκωτες. Ρούχα βαριά κι αυτά, ασήκωτα για Καλοκαίρι
και ήλιο λαμπερό, Ελληνικό - αλλά τούτο το φορτίο είναι παραδομένο από πάππο σε
πατέρα κι από πατέρα σε γιο και τούτο είναι που το κάνει κάπως σαν ανάλαφρο και παντός καιρού.
Πιο κει έφιπποι στα χακί τους, πάνω σ' άλογα, που χορεύουν μυστήρια,
στον σκοπό του ζουρνά και στον ρυθμό του νταουλιού.
Κι ορκίζομαι πως έτσι ανεβαίνοντας προς το μοναστήρι, σαν
νάδα ολόγυρα, εδώ κι εκεί, παλιούς
πολεμιστές, χαρακωμένους από τα χρόνια και τις κακουχίες, εξαντλημένους από την
πείνα και την πολιορκία της πόλης, αποφασισμένους, όμως, πια να μαζέψουν τις
τελευταίες δυνάμεις τους και να σπάσουν τον κλοιό, να βγουν στον δρόμο για την
ελευθερία, να σφαχτούν και να σφάξουν απελπισμένοι κι, άμα γλιτώσουν, να
ανάψουν ένα κερί στον Άη Συμιό και στον δροσερό περίβολο να ανασάνουν τον πρώτο
τους λεύτερο αέρα.
Ένα κεράκι ανάψαμε κι εμείς πρωτοφτάνοντας, με την πανσέληνο
από πάνω να φωτίζει σαν μέρα τον δρόμο μας.
Είχανε μαζευτεί ήδη από νωρίς οι Παρέες. Οι Αρματωμένοι
είχαν ξαρματωθεί για το βράδυ κι είχαν κρεμάσει εδώ κι εκεί τα πατροπαράδοτα
ρούχα τους, Μερικοί είχαν κρατήσει μονάχα ένα κομμάτι της αρματωσιάς τους, σαν
για να τους διατηρεί ζωντανό τον δεσμό με τους καθαγιασμένους προπάτορες πάνω
στον χορό, άλλοι όχι.
Τα τραπέζια στημένα, τα κρέατα και τα μακαρόνια και τα λογής
λογής φαγητά πήγαιναν κι έρχονταν. Τα ποτά στον πάγο, έτοιμα να ξεδιψάσουν τους
πανηγυριστές και τους φιλοξενούμενους. Ακάλεστοι οι περισσότεροι, αλλά παντού
ευπρόσδεκτοι. Σ' όλες τις Παρέες, σ' όλα τα τραπέζια, με το που πλησίαζες, μια
καρέκλα κι ένα πιάτο κι ένα ποτήρι βρίσκονταν αμέσως κι έρχονταν με τρόπο
μαγικό μπροστά σου. Τι χρειάζεσαι, τι έχεις ανάγκη, ξένε, που ξένος δεν εισ'
εδώ; Εδώ είναι όλοι δικοί, όλοι άνθρωποι κι όλοι λεύτεροι, όπως το λέει
ξεκάθαρα η πέτρα στην είσοδο της Ιεράς Πόλης: Κάθε λεύτερος άνθρωπος είναι
δημότης Μεσολογγίου! Πεινάς, λοιπόν, διψάς, τραγούδι θες, χορό μήπως; Πάρε θέση
και πιάσε! Πιάσε το πηρούνι και το μαχαίρι, πιάσε το ποτήρι, πιάσε τον σκοπό
και πιάσε και το μαντήλι και ρίξτο στον χορό. Είμαστ' εδώ με σένα και για σένα
εμείς, είσαι εδώ για μας εσύ. Όλοι δικοί. Όλοι έτοιμοι να σε φιλέψουμε, να σε
κρατήσουμε να φέρεις την γυροβολιά σου με σιγουριά, γιατί εδώ, ξέρεις, είναι
λεβεντοπανήγυρις, γιορτή γι' άντρες λεβέντες κι οι λεβέντες, ξέρεις, κρατάν ο ένας
τον άλλο κι έτσι ήταν πάντα και παντού με τους λεβέντες, ξέρεις, κι έτσι θάναι στον
αιώνα τον άπαντα, όσο υπάρχουν άνθρωποι, που ξέρουν από λευτεριά κι από τιμή κι
αντρειοσύνη.
Οι γύφτοι μουσικοί έχουν κι αυτοί μαζευτεί από νωρίς. Οι
ζυγιές έχουν πάρει την θέση τους στην άκρη του τραπεζιού της κάθε Παρέας ή στο
κέντρο του κύκλου του χορού. Ακούραστοι άνθρωποι. Μερόνυχτα παίζουν χωρίς
σταματημό, κάνουν το μουσικό γούστο της παρέας, τα μάτια τους γυαλίζουν, οι
νταουλιέρηδες κοιτούν τους χορευτές στα πόδια, για να σιγουρευτούν πως τους
ακολουθούν πιστά, τους κοιτούν στα μάτια, για να πάρουν έγκαιρα μηνύματα. Οι
άλλοι με τον ζουρνά, παλεύουν να πάρουν ανάσες, να κρατήσουν αέρα μέσα τους,
για τους ίδιους, να δώσουν κι αέρα στο όργανο. Τα μάγουλά τους φουσκώνουν, οι φλέβες
του λαιμού πετάγονται. Ο χρόνος σταματάει, ο χώρος δεν υπάρχει. Υπάρχουνε
μονάχα μουσικές και σκοποί και βήματα, που ενώνονται με κι ενώνουν, που
έρχονται από πολύ μακριά κι ακόμα πιο μακριά θα πάνε στους αιώνες, που
ακολουθούν, θα οδηγούνε με το τέμπο τους την φυλή, γιατί έτσι, με μουσικές
αρχέγονες πορεύονται πάντα και πολεμούν κι επιζούν οι παλιές φυλές, οι
δοκιμασμένες, οι βασανισμένες, οι φυλές οι περασμένες από φωτιά και
σίδερο.
Γύρω γύρω, οι οικογένειες των μουσικών κοιμούνται
στρωματσάδα, όταν κοιμούνται κι όπως κι όσο κοιμούνται, μέσα στον αχό από τα
νταούλια και τις φωνές. Τα μωρά τους
κοιμούνται, όπως κοιμούνται όλα τα μωρά, οι γυναίκες πιάνουν το
κουβεντολόι, όπως όλες οι γυναίκες, και τα μεγαλύτερα παιδιά μονάχα, στέκουνε
κάπου κοντά στον πατέρα τους, που παίζει την μουσική, και με κάθε ευκαιρία
μαζεύουν από το χώμα τα δολάρια, που πετάνε οι πανηγυριστές, προσέχοντας μη
μπερδευτούν στα πόδια των χορευτών και ποδοπατηθούν.
Είναι όμορφη η νύχτα του Άη Συμιού. Πέφτει ανάλαφρη πάνω στους ώμους και στις κεφαλές, σαν ν' αγκαλιάζει απαλά τους γλεντοκόπους, να τους παίρνει την κούραση, να τους παίρνει έστω και για μια νύχτα μόνο, τους πόνους, τα ντέρτια, τις αγωνίες, τις μνήμες τις πικρές.
Είναι όμορφη η νύχτα του Άη Συμιού. Πέφτει ανάλαφρη πάνω στους ώμους και στις κεφαλές, σαν ν' αγκαλιάζει απαλά τους γλεντοκόπους, να τους παίρνει την κούραση, να τους παίρνει έστω και για μια νύχτα μόνο, τους πόνους, τα ντέρτια, τις αγωνίες, τις μνήμες τις πικρές.
Είναι όμορφη η νύχτα του Άη Συμιού, που τα παίρνει όλα αυτά
και τα κάνει γέλιο, τραγούδι, χορό. Κάνει τους άντρες ν' αγκαλιάζονται, να
κρατούν σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου, να βρίσκουνε μαζί τον ρυθμό, τα λόγια,
τα κοινά λόγια, τις κοινές σκέψεις, τον κοινό σκοπό, τον ένα για όλους και τους
όλους για έναν.
Είναι όμορφη η νύχτα του Άη Συμιού, έτσι όπως παίρνει κι
εμάς μαζί της, μας λευτερώνει και μας ψιθυρίζει στ' αυτί "Ε, πούσαι... Και
του χρόνου εδώ, ε;"
Όλες οι φωτογραφίες εδώ:
http://www.johndcarnessiotis.com/Other-1/SYMIOS-2013/30321575_ZP96DL#!i=2612487749&k=zZjjKT6
3 σχόλια:
α ρε Ελλάδα.
Καλημέρα! Ωραίο και το Β μέρος! Μπράβο!
Ωραιότατη η βόλτα και οι φωτογραφίες! Έχουν ένα διονυσιασμό αυτές οι γιορτές.
Καλημέρα!
Δημοσίευση σχολίου