Η μελαγχολία, που βαραίνει τα Κυριακάτικα βράδυα ούτε συστάσεις χρειάζεται ούτε επεξηγήσεις. Διεξόδους χρειάζεται - όπως, ας πούμε, μια θεατρική πρόταση με γερές δόσεις Δαλιανίδειας αισθητικής και θεότρελλων καταστάσεων, a la 60s και 70s. Δόσεις, που μια νεανική παρέα προσάρμοσε ανερυθρίαστα στα δικά μας extra χύμα χρόνια. Και μας τις σερβίρει αφτιασίδωτες κάθε Κυριακή βράδυ στις 9, στο θέατρο Αλκμήνη.
Σε ένα πολύχρωμο κι ευφάνταστο σκηνικό, οι θεατές, σε διαρκή κατάσταση έκπληξης, με δυσκολία προλαβαίνουν να παρακολουθήσουν τις συνεχείς ανατροπές της πλοκής και τους 7 χαρακτήρες, που, μέσα από αυτές τις ανατροπές χτίζονται όλο και πιο ξεκαρδιστικά, αποκαλύπτονται μεταφορικά. Κάποιοι αποκαλύπτονται και κυριολεκτικά - με μέτρο, βέβαια, αλλά μέχρι δακρύων απολαυστικά.
Η γραμμή του Τόλη Παπαδημητρίου ως σκηνοθέτη ακολουθεί εύλογα το πνεύμα του ίδιου ως συγγραφέα. Επιβάλλει γοργούς ρυθμούς και αξιοποιεί την αίσθηση του timing των ηθοποιών, προκειμένου να βρει τον στόχο του και να λειτουργήσει θεατρικά ο καταιγισμός από ατάκες, που δεν παύουν να εκτοξεύουν οι χαρακτήρες. Την καίρια εκφορά του λόγου συμπληρώνει το "σωματικό θέατρο", που έχει αποσπάσει ο Παπαδημητρίου από τους ηθοποιούς του. Πλούσια γλώσσα σώματος και κινησιολογία επί σκηνής προσθέτουν την δική τους νότα στους ρυθμούς της παράστασης, στο ανάγλυφο των χαρακτήρων και στο συνολικό κωμικό αποτέλεσμα.
Θα σταθώ, ωστόσο, σε ακόμη δυό-τρία χαρακτηριστικά στοιχεία του ανεβάσματος: στα σύντομα εμβόλιμα χορευτικά στιγμιότυπα, που, πέρα από το κωμικό τους στοιχείο, δίνουν, με ευρηματικό τρόπο, στον προσεκτικό θεατή περισσότερα στοιχεία για τους χαρακτήρες, στην εξ ίσου χορευτική αλλαγή των σκηνικών ανάμεσα στα επί μέρους επεισόδια, στα έντονα χρώματα και στους συνδυασμούς χρωμάτων των ενδυμασιών, που παραπέμπουν σε περασμένες δεκαετίες χίπικης ανεμελιάς, αλλά, ταυτόχρονα, λειτουργούν και ως χαρακτηρολογικά στοιχεία των ρόλων. Και, τέλος, στα freeze frames, τα tableauχ vivants, που έρχονται σε καίρια σημεία, υπογραμμίζοντας κι αυτά με την σειρά τους τις εκλεκτικές συγγένειες με μερικά από τα πιο κλασικά μιούζικαλ του Δαλιανίδη.
Από άποψη υποκριτικής, όλοι οι ηθοποιοί ανταποκρίνονται στην σκηνοθετική γραμμή επάξια.
Ο Γιάννης Βασιλώττος ανταποκρίνεται πλήρως στην προσωπικότητα του Φοίβου. Σε αντιστοιχία με τον χαρακτήρα, παραμένει ο μόνος ντυμένος με ρούχα, που δεν φωνάζουν, σε γήινα και σκούρα χρώματα. Ο Βασιλώττος εκφράζει πειστικά και αποτελεσματικά τον άτολμο, διστακτικό, αμήχανο, νεαρό, που βρίσκεται ξαφνικά στο επίκεντρο καταστάσεων, που τον ξεπερνούν. Συγκρατημένος, έκπληκτος, έξω από τα νερά του, σταδιακά εξελίσσεται, χαλαρώνει, παραδίδεται στον παραλογισμό των δρώμενων και της παρέας, αφήνεται στην ωρίμανση των αισθημάτων του για την Κέλλυ, κι ας μην τα περίμενε.
Ο Γιάννης Σέπε, απολαυστικός στον αβανταδόρικο ρόλο του ερωτύλου και πάντα "ετοιμοπόλεμου" Κόκο, διατρέχει έξοχα με όλο του το είναι και, κυρίως, με το σωματικό του θέατρο, την πλήρη γκάμα του πρόθυμου και εύκολου εραστή, του (παρ)ορμητικού, polyamorous και δίχως ενδοιασμούς αρσενικού. Ό,τι και να κάνει στο μέλλον ο Σέπε, ο θεατής θα τον θυμάται για πολύ καιρό στον graphic ρόλο του Κόκο!
Ο Σπύρος Κατσιάνος ενσαρκώνει χωρίς περιττές και κουραστικές ακρότητες, αλλά πάντα με το δέον νάζι, τον ρόλο του ροζουλί gay Σίμωνα, που, μέχρι να γίνει ο σταρ των ονείρων του, σκηνοθετεί τον περίγυρο, ανακατεύεται σε όλα, είτε πρέπει είτε δεν πρέπει, έχει πάντα μια λύση για κάθε πρόβλημα ή και το αντίστροφο.
Σε έναν ρόλο, που μας επιφυλάσσει την τελευταία, απροσδόκητη και πιο γουστόζικη ανατροπή της πλοκής, εμφανίζεται ο Ρήγας Σκεπετάρης, που αφήνει για λίγο στην άκρη την ανοδική μουσική του πορεία και εκπλήσσει με την προσαρμογή του και την ερμηνευτική του απόδοση στο σανίδι του θεάτρου. Ευκίνητος, άνετος και χαλαρός, ξεχωρίζει σε έναν κόντρα ρόλο - για όσους έχουν παρακολουθήσει την καλλιτεχνική του πορεία και προσωπικότητα.
Η Ελένη Μαστρολέοντος (a.k.a. Ελένη Μαστρολέων) ζωντανεύει με χάρη τον ρόλο της αρχικά καταθλιπτικής κι απελπισμένης Κέλλυ, που όσο πιο πολύ εκπλήσσεται από τα καμώματα της ασυμμάζευτης μάνας της ή τις εκκεντρικότητες του ρηξικέλευθου Σίμωνα τόσο πιο πολύ προσαρμόζεται και κάνει παιχνίδι - μέχρι που έρχεται η ώρα της αλήθειας, σε σχέση με τα αισθήματά της για τον Φοίβο. Τότε ξαναβρίσκει τον μαζεμένο εαυτό της. Κάτι στο οποίο οι δύο νεαροί ερωτευμένοι ταιριάζουν έτσι κι αλλιώς!
Η Γραμματική Γκόρου ξεχειλίζει από ασυγκράτητο ερωτισμό στον ρόλο της juicy μάνας. Είναι αυτούσια η μάνα, που όλοι ή, τέλος πάντων, οι πιο προχωρημένοι, θα θέλαμε σίγουρα! Έχει το παρουσιαστικό και την κορμοστασιά για τον χαρακτήρα, τα ατέλειωτα πόδια, αλλά και την χάρη των μελετημένα προκλητικών κινήσεων, που ξεσηκώνουν τα αρσενικά γύρω της.
Απαραίτητη και κινητήρια δύναμη όλης αυτής της μηχανής, μαζί με τον πληθωρικό Σίμωνα, η Κυρά-Τούλα, η οικιακή βοηθός της Κέλλυ, σβούρα κι ανακατωσούρα, με μπρίο και επιλεγμένα στοιχεία από την σταθερή κινηματογραφική περσόνα της αιώνιας υπηρέτριας του Ελληνικού κινηματογράφου, Δέσποινας Στυλιανοπούλου, αλλά πολύ πιο τολμηρή και οπωσδήποτε ερωτική. Σώζει καταστάσεις και το γλεντάει. Ακόμα και στο βασίλειο της κουζίνας της. Εξαιρετική στον ρόλο η Ελένη Βρακά, αποδεικνύεται αβίαστα και της κουζίνας και του σαλονιού!
Συμπερασματικά, το "... Και μετά ερωτεύτηκαν" ξεκινάει από τα βασικά στοιχεία μιας απλής ερωτικής ιστορίας, μιας βασικής ίντριγκας. Ο Παπαδημητρίου, όμως, ξέρει να τα περάσει συγγραφικά και σκηνοθετικά από μια ξέφρενη προσέγγιση, γλεντζέδικη, παρεΐστικη, αλλά με ειρμό και με συνοχή. Με ήρωες, που κλείνουν ακατάπαυστα το μάτι στους θεατές. Ο Παπαδημητρίου ξεσηκώνει δημιουργικά κάποια στοιχεία από την ποπ κουλτούρα και την χρυσή περίοδο του Ελληνικού μιούζικαλ, στήνει ένα πολύχρωμο γαϊτανάκι κωμικών χαρακτήρων και καταστάσεων, εγγυάται ένα ευχάριστο δίωρο. Που αλλάζει ακόμη και το πιο μελαγχολικό Κυριακάτικο βράδυ!
Και στα δικά μας!