Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020

"... ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΑΝ" - προφανώς! Στο Θέατρο ΑΛΚΜΗΝΗ



Η μελαγχολία, που βαραίνει τα Κυριακάτικα βράδυα ούτε συστάσεις χρειάζεται ούτε επεξηγήσεις.  Διεξόδους χρειάζεται - όπως, ας πούμε, μια θεατρική πρόταση με γερές δόσεις Δαλιανίδειας αισθητικής και θεότρελλων καταστάσεων, a la 60s και 70s. Δόσεις, που μια νεανική παρέα προσάρμοσε ανερυθρίαστα στα δικά μας extra χύμα χρόνια. Και μας τις σερβίρει αφτιασίδωτες κάθε Κυριακή βράδυ στις 9, στο θέατρο Αλκμήνη.


Το "... Και μετά ερωτεύτηκαν" γράφτηκε και σκηνοθετήθηκε από τον Τόλη Παπαδημητρίου, με την συνδρομή του Μάνου τσότρα στο κείμενο. Όταν η Κέλλυ εγκαταλείπεται από τον Μάκη, πέφτει σε μαύρη απελπισία. Για να προλάβει τα οικογενειακά δράματα, πιέζει, με την βοήθεια και της παρέας της, τον απρόθυμο Φοίβο, έναν άνεργο ηθοποιό, να παραστήσει τον φίλο της μπροστά στην Κρίστη, την ερωτικά δραστήρια μητέρα της, που καταφθάνει για επίσκεψη με τον δικό της νεαρό εραστή Κόκο. Το ότι στο τέλος οι δύο διστακτικοί "ψευδο-εραστές" θα ερωτευθούν στ' αλήθεια ο ένας τον άλλο είναι το προφανές και αναμενόμενο. Το όχι και τόσο προφανές και αναμενόμενο, όμως, είναι το τι θα συμβεί στο πριν. Και σ' αυτό το πριν συμβαίνουν μύρια όσα, όλα φαντασμαγορικά, όλα χύμα!



Σε ένα πολύχρωμο κι ευφάνταστο σκηνικό, οι θεατές, σε διαρκή κατάσταση έκπληξης, με δυσκολία προλαβαίνουν να παρακολουθήσουν τις συνεχείς ανατροπές της πλοκής και τους 7 χαρακτήρες, που, μέσα από αυτές τις ανατροπές χτίζονται όλο και πιο ξεκαρδιστικά, αποκαλύπτονται μεταφορικά. Κάποιοι αποκαλύπτονται και κυριολεκτικά - με μέτρο, βέβαια, αλλά μέχρι δακρύων απολαυστικά.
Η γραμμή του Τόλη Παπαδημητρίου ως σκηνοθέτη ακολουθεί εύλογα το πνεύμα του ίδιου ως συγγραφέα. Επιβάλλει γοργούς ρυθμούς και αξιοποιεί την αίσθηση του timing των ηθοποιών, προκειμένου να βρει τον στόχο του και να λειτουργήσει θεατρικά ο καταιγισμός από ατάκες, που δεν παύουν να εκτοξεύουν οι χαρακτήρες. Την καίρια εκφορά του λόγου συμπληρώνει το "σωματικό θέατρο", που έχει αποσπάσει ο Παπαδημητρίου από τους ηθοποιούς του. Πλούσια γλώσσα σώματος και κινησιολογία επί σκηνής προσθέτουν την δική τους νότα στους ρυθμούς της παράστασης, στο ανάγλυφο των χαρακτήρων και στο συνολικό κωμικό αποτέλεσμα. 
Θα σταθώ, ωστόσο, σε ακόμη δυό-τρία χαρακτηριστικά στοιχεία του ανεβάσματος: στα σύντομα εμβόλιμα χορευτικά στιγμιότυπα, που, πέρα από το κωμικό τους στοιχείο, δίνουν, με ευρηματικό τρόπο, στον προσεκτικό θεατή περισσότερα στοιχεία για τους χαρακτήρες, στην εξ ίσου χορευτική αλλαγή των σκηνικών ανάμεσα στα επί μέρους επεισόδια, στα έντονα χρώματα και στους συνδυασμούς χρωμάτων των ενδυμασιών, που παραπέμπουν σε περασμένες δεκαετίες χίπικης ανεμελιάς, αλλά, ταυτόχρονα, λειτουργούν και ως χαρακτηρολογικά στοιχεία των ρόλων. Και, τέλος, στα freeze frames, τα tableauχ vivants, που έρχονται σε καίρια σημεία, υπογραμμίζοντας κι αυτά με την σειρά τους τις εκλεκτικές συγγένειες με μερικά από τα πιο κλασικά μιούζικαλ του Δαλιανίδη. 



Από άποψη υποκριτικής, όλοι οι ηθοποιοί ανταποκρίνονται στην σκηνοθετική γραμμή επάξια.
Ο Γιάννης Βασιλώττος ανταποκρίνεται πλήρως στην προσωπικότητα του Φοίβου. Σε αντιστοιχία με τον χαρακτήρα, παραμένει ο μόνος ντυμένος με  ρούχα, που δεν φωνάζουν, σε γήινα και σκούρα χρώματα. Ο Βασιλώττος εκφράζει πειστικά και αποτελεσματικά τον άτολμο, διστακτικό, αμήχανο, νεαρό, που βρίσκεται ξαφνικά στο επίκεντρο καταστάσεων, που τον ξεπερνούν. Συγκρατημένος, έκπληκτος,  έξω από τα νερά του, σταδιακά εξελίσσεται, χαλαρώνει, παραδίδεται στον παραλογισμό των δρώμενων και της παρέας, αφήνεται στην ωρίμανση των αισθημάτων του για την Κέλλυ, κι ας μην τα περίμενε.
Ο Γιάννης Σέπε, απολαυστικός στον αβανταδόρικο ρόλο του ερωτύλου και πάντα "ετοιμοπόλεμου" Κόκο, διατρέχει έξοχα με όλο του το είναι και, κυρίως, με το σωματικό του θέατρο, την πλήρη γκάμα του πρόθυμου και εύκολου εραστή, του (παρ)ορμητικού, polyamorous και δίχως ενδοιασμούς αρσενικού. Ό,τι και να κάνει στο μέλλον ο Σέπε, ο θεατής θα τον θυμάται για πολύ καιρό στον graphic ρόλο του Κόκο!
Ο Σπύρος Κατσιάνος ενσαρκώνει χωρίς περιττές και κουραστικές ακρότητες, αλλά πάντα με το δέον νάζι, τον ρόλο του ροζουλί gay Σίμωνα, που, μέχρι να γίνει ο σταρ των ονείρων του, σκηνοθετεί τον περίγυρο, ανακατεύεται σε όλα, είτε πρέπει είτε δεν πρέπει, έχει πάντα μια λύση για κάθε πρόβλημα ή και το αντίστροφο.
Σε έναν ρόλο, που μας επιφυλάσσει την τελευταία, απροσδόκητη και πιο γουστόζικη  ανατροπή της πλοκής, εμφανίζεται ο Ρήγας Σκεπετάρης, που αφήνει για λίγο στην άκρη την ανοδική μουσική του πορεία και εκπλήσσει με την προσαρμογή του και την ερμηνευτική του απόδοση στο σανίδι του θεάτρου. Ευκίνητος, άνετος και χαλαρός, ξεχωρίζει σε έναν κόντρα ρόλο - για όσους έχουν παρακολουθήσει την καλλιτεχνική του πορεία και προσωπικότητα. 



Η Ελένη Μαστρολέοντος (a.k.a. Ελένη Μαστρολέων) ζωντανεύει με χάρη τον ρόλο της αρχικά καταθλιπτικής κι απελπισμένης Κέλλυ, που όσο πιο πολύ εκπλήσσεται από τα καμώματα της ασυμμάζευτης μάνας της ή τις εκκεντρικότητες του ρηξικέλευθου Σίμωνα τόσο πιο πολύ προσαρμόζεται και κάνει παιχνίδι - μέχρι που έρχεται η ώρα της αλήθειας, σε σχέση με τα αισθήματά της για τον Φοίβο. Τότε ξαναβρίσκει τον μαζεμένο εαυτό της. Κάτι στο οποίο οι δύο νεαροί ερωτευμένοι ταιριάζουν έτσι κι αλλιώς!   
Η Γραμματική Γκόρου ξεχειλίζει από ασυγκράτητο ερωτισμό στον ρόλο της juicy μάνας. Είναι αυτούσια η μάνα, που όλοι ή, τέλος πάντων, οι πιο προχωρημένοι, θα θέλαμε σίγουρα!  Έχει το παρουσιαστικό και την κορμοστασιά για τον χαρακτήρα, τα ατέλειωτα πόδια, αλλά και την χάρη των μελετημένα προκλητικών κινήσεων, που ξεσηκώνουν τα αρσενικά γύρω της.
Απαραίτητη και κινητήρια δύναμη όλης αυτής της μηχανής, μαζί με τον πληθωρικό Σίμωνα, η Κυρά-Τούλα, η οικιακή βοηθός της Κέλλυ, σβούρα κι ανακατωσούρα, με μπρίο και επιλεγμένα στοιχεία από την σταθερή κινηματογραφική περσόνα της αιώνιας υπηρέτριας του Ελληνικού κινηματογράφου, Δέσποινας Στυλιανοπούλου, αλλά πολύ πιο τολμηρή και οπωσδήποτε ερωτική. Σώζει καταστάσεις και το γλεντάει. Ακόμα και στο βασίλειο της κουζίνας της. Εξαιρετική στον ρόλο η Ελένη Βρακά, αποδεικνύεται αβίαστα και της κουζίνας και του σαλονιού!     
Συμπερασματικά, το "... Και μετά ερωτεύτηκαν" ξεκινάει από τα βασικά στοιχεία μιας απλής ερωτικής ιστορίας, μιας βασικής ίντριγκας. Ο Παπαδημητρίου, όμως, ξέρει να τα περάσει συγγραφικά και σκηνοθετικά από μια ξέφρενη προσέγγιση, γλεντζέδικη, παρεΐστικη, αλλά με ειρμό και με συνοχή. Με ήρωες, που κλείνουν ακατάπαυστα το μάτι στους θεατές. Ο Παπαδημητρίου ξεσηκώνει δημιουργικά κάποια στοιχεία από την ποπ κουλτούρα και την χρυσή περίοδο του Ελληνικού μιούζικαλ, στήνει ένα πολύχρωμο γαϊτανάκι κωμικών χαρακτήρων και καταστάσεων, εγγυάται ένα ευχάριστο δίωρο. Που αλλάζει ακόμη και το πιο μελαγχολικό Κυριακάτικο βράδυ!


Και στα δικά μας!
                           

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2020

Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ - στο FAUST

"Άφησέ με νάρθω μαζί σου..."
Η πιο γνωστή φράση της "Σονάτας του σεληνόφωτος", μια σπαρακτική επωδός, που επανέρχεται σε διάφορα σημεία του δημοφιλέστερου και πιο οικείου  ποιητικού μονόλογου του Γιάννη Ρίτσου. Μια επωδός που όσο πάει να αποφορτίσει τον δραματικό λόγο της Γυναίκας με τα μαύρα, άλλο τόσο  στοιχειώνει όλους εμάς, καθώς βουλιάζουμε λέξη - λέξη, στίχο - στίχο, στην ανυπόφορη, μισοσκότεινη, καθημερινότητά της.
Η "Σονάτα του σεληνόφωτος" - Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1956 - αποτελεί μέρος της Συλλογής "ΤΕΤΑΡΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ" και είναι ένα από τα εμβληματικότερα ποιήματα του Ρίτσου και της Νεοελληνικής ποίησης γενικότερα. Τα "υποδόρια" θεατρικά της στοιχεία και ο ρέων λόγος του ποιητή, αυτή τούτη η τολμηρή σύλληψη της συνεύρεσης δύο διαμετρικά αντίθετων προσώπων σε ένα κλειστοφοβικό περιβάλλον, συνετέλεσαν ώστε ο μονόλογος να υπερβεί τα όρια της ποίησης και να γίνει με την πάροδο του χρόνου έργο ρεπερτορίου και αναφοράς, στο οποίο έχουν δοκιμασθεί ηθοποιοί, σκηνοθέτες και συνθέτες. Με διαφορετικές αναγνώσεις, διαφορετικές ερμηνείες και διαφορετικές προσεγγίσεις κάθε φορά, αλλά με την παράξενη γοητεία του πρωτότυπου κειμένου να παραμένει πάντα σταθερή παράμετρος.


 
Η πιο πρόσφατη προσέγγιση του έργου ανεβαίνει αυτές τις μέρες στο FAUST της οδού Αθηναΐδος από τον Σταμάτη Πακάκη, με την Μαρία Τζανουκάκη στον ρόλο της Γυναίκας με τα μαύρα και τον Τάσο Χρυσόπουλο στον  ρόλο του Νέου. Ο Πακάκης ευθύς εξ αρχής ξεκαθαρίζει ότι καταθέτει μια νέα πρόταση, μιαν ανάγνωση του ποιήματος, που αξιοποιεί τα θεατρικά του στοιχεία και δημιουργεί σκηνική δράση, χωρίς, ωστόσο, να παρέμβει ούτε κατ' ελάχιστον στο πρωτότυπο.
Εκκινεί, φυσικά, από την θέση του αναγνώστη. Δεν ταυτίζεται με κανένα από τα δύο πρόσωπα του έργου. Ούτε με την Γυναίκα ούτε με τον Νέο. Παρακολουθεί την εξέλιξη ως τρίτος. Εξακριβώνει τις πληροφορίες του ποιητή για τον κύριο χαρακτήρα, αλλά διερωτάται για τον Νέο. Ποιός είναι, τι είναι, από πού έρχεται, ποιά τα κίνητρά του. Και, κυρίως, τι κάνει όσο η Γυναίκα μιλάει. Από το σημείο αυτό δίνει την θέση του στον σκηνοθέτη Πακάκη. Κι αρχίζει να ψάχνει, να βρίσκει, να χτίζει τον χαρακτήρα του "αδικημένου" ως σήμερα Νέου, ο οποίος, εκτός από βουβός, όπως τον θέλει ο ποιητής, παραμένει κατά κανόνα στις παραστάσεις είτε ανύπαρκτος είτε αόρατος είτε, στην καλύτερη περίπτωση, διακοσμητικός και αμήχανος. Κι αυτό είναι κάτι, που δεν είναι βέβαιο ότι το ήθελε ο  Ρίτσος.




Νεώτερες μαρτυρίες και τεκμήρια στα κατάλοιπα του ποιητή υποδεικνύουν ότι ο Ρίτσος εμπνεύσθηκε την Γυναίκα με τα μαύρα, ακόμη και το σκηνικό της "Σονάτας" από την Ζωή Καρέλλη, αδελφή του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, και ποιήτρια όντως "θρησκευτικής πνοής" της Σχολής διανοουμένων της Θεσσαλονίκης.



Η Γυναίκα με τα μαύρα της "Σονάτας" είναι ποιήτρια, προχωρημένης ηλικίας, θρήσκα, στερημένη, μόνη, ανέραστη, απεγνωσμένη. Φεύγει, έχει κιόλας φύγει, η ζωή της, θολώνουν οι αναμνήσεις, κιτρινίζουν οι φωτογραφίες, καταρρέει το σπίτι της, διαλύονται, αν ποτέ υπήρχαν, οι παλιές βεβαιότητες, ξεκαρφώνονται  οι παλιές σταθερές. Δεν έχει πια χρόνο για καινούριες. Μέσα από την περιγραφή του Ρίτσου και τα λόγια, που βάζει στο στόμα της, αυτά περίπου είναι τα δομικά στοιχεία του χαρακτήρα της Γυναίκας, που απέδωσε με συγκαλυμμένο  ερωτισμό η Μελίνα Μερκούρη, με μιαν ορισμένη αυτοπεποίθηση η Νόνικα Γαληνέα, με κάποιαν αυταρέσκεια η Κατερίνα Διδασκάλου.




Για τον Νέο οι άμεσες πληροφορίες, που δίνει ο Ρίτσος, είναι λιγότερες. Και μάλλον υπαινικτικές. Υπάρχει στην πραγματικότητα ή είναι πλάσμα της φαντασίας της; Ένας φανταστικός φίλος, εφευρημένος για να κυλάνε πιο απαλά κάτι δύσκολα βράδυα; Δεν φαίνεται νάχει ιδιαίτερη σημασία, στον βαθμό που ο Νέος είναι, τέλος πάντων, αφορμή κι αιτία για τον λόγο της Γυναίκας. Εμείς έτσι κι αλλιώς τον κάνουμε εικόνα στην ακμή του. Ανήκει στην εργατική τάξη, που, έστω κι ανομολόγητα, ασκεί σχεδόν πάντα κάποιου είδους γοητεία στην αστική τάξη και πιο πολύ στην παρακμασμένη αστική τάξη. Είναι ασφαλώς ωραίος, ρωμαλέος, αποπνέει αυτοπεποίθηση κι εκείνη την ιδιαίτερη, την κάποτε ωραία, αυθάδεια της νεότητας, της ανωριμότητας. Δεν χαριεντίζεται, δεν λικνίζεται πέρα δώθε. Διανύει την ηλικιακή περίοδο των προσδοκιών. Με το ένστικτο πλάθει όνειρα, με τα μπράτσα του χτίζει το μέλλον. Ο Νέος έχει μέλλον την ώρα που, στον αντίποδα, η Γυναίκα παρά μόνο παρελθόν. Κι αυτό χτισμένο με ματαιώσεις, με διαψεύσεις, με αποτυχίες απ' αυτές, που ονομάζουμε σοφία, πικρή σοφία, της ζωής.




Δύο κόσμοι απέναντι. Δυό άνθρωποι αντίκρυ. Ψάχνουν τα πατήματά τους. Η Γυναίκα με οδηγό την βεβαιότητα της φθοράς, ο Νέος με οδηγό την ψευδαίσθηση της αφθαρσίας.



Η πρώτη πρόκληση, στην οποία ανταπεξέρχεται ο Πακάκης, είναι η συμπλήρωση, το χτίσιμο, του χαρακτήρα του Νέου. Η επικέντρωση στον Νέο γίνεται για πρώτη φορά στην ιστορία των ανεβασμάτων της "Σονάτας". Στον βουβό Νέο, που πολλοί - όλοι! - έχουν αδίκως παραβλέψει και προσπεράσει, ο σκηνοθέτης διαβλέπει μια προσωπικότητα με την δική της δυναμική, έναν θεατρικό παράγοντα με την δική του θέση στην σκηνή, στην πλοκή. Όχι, δεν μιλάει, αφού έτσι τον θέλει ο ποιητής. Αλλά υπάρχει! Υπάρχει ανάμεσα στις λέξεις και στις φράσεις, γεμίζει με τα βλέμματα του  και τις χειρονομίες του τα μικρά κενά μεταξύ των "στροφών" του ποιήματος. Προκαλεί τον λόγο, γεννά αισθήματα κι αισθήσεις, ωθεί την δράση. Και την αντίδραση!
Υπολανθάνει μεταξύ της Γυναίκας και του Νέου ένας ερωτισμός; Ώς ένα βαθμό οπωσδήποτε... Κι αυτό τους ενώνει ή τους χωρίζει;  Ερωτηματικό! Αλλά ο Πακάκης δεν στέκεται εκεί, δεν περιορίζει σ' αυτό το πεδίο την ανάπτυξη των χαρακτήρων του Ρίτσου, αφού ούτε κι ο ποιητής δεν μένει αποκλειστικά εκεί. Αντίθετα, στήνοντας σταδιακά την περσόνα του Νέου, ανοίγει το πεδίο όλο και πιο πολύ, με κάθε επί μέρους στροφή του ποιήματος που την ανάγει σκηνικό επεισόδιο. Κι έτσι κάνει τότε αυθεντικό κι αποτελεσματικό θέατρο πάνω στην δυναμική δύο τροχιών που, αντί νάναι παράλληλες κι ασύμπτωτες,  αυτές διασταυρώνονται. Και σπιθίζουν!
Στο σημείο αυτό εντοπίζεται η δεύτερη και μάλλον κύρια πρόκληση, στην οποία ανταπεξέρχεται επιτυχώς η σκηνοθεσία. Ανεξάρτητα από την διαχρονική γοητεία και αξία της "Σονάτας", κάθε νέο ανέβασμα πρέπει νάχει λόγο και αιτία, κάθε νέα πρόταση πρέπει να έχει κάτι καινούριο να συνεισφέρει ή να αναδείξει. Ο σκηνοθέτης αντιλαμβάνεται ότι τον πυρήνα της "Σονάτας" διατρέχουν σε διαρκή αντίστιξη κρίσιμα αντιθετικά σχήματα, αλληλοσυγκρουόμενοι δυϊσμοί, αλληλεπιδρώντα δίπολα: φως-σκοτάδι, άσπρο-μαύρο, φθορά-αφθαρσία, ζωή-θάνατος, νιάτα-γηρατειά, μοναξιά-συντροφικότητα, ερωτισμός-παρθενία, εργατική τάξη-αστική τάξη, άνδρας-γυναίκα, πόθος-καταστολή, ελευθερία-υποτέλεια. Μέσα από αυτά τα αιώνια δίπολα και τους συμβολισμούς τους, την τριβή τους, τις συγκρούσεις τους, τις αλληλεπιδράσεις τους, ο Ρίτσος περνάει μηνύματα και προτάγματα, που θεωρούσε μείζονα και κεντρικά για το άτομο, την κοινωνία, την τέχνη. Κι αν ο Πακάκης, με την νεωτερική του πρόταση, έρχεται και τα αναδεικνύει ανάγλυφα, είναι επειδή, 60 χρόνια μετά, παραμένουν μείζονα και κεντρικά! 

Η παράσταση στο Faust, όμως, δεν ευτύχησε μόνον στην στόχευση, αλλά και  στην διανομή. Σημαντικό είναι πως αντλήθηκαν στοιχεία απ' ευθείας από τις "σκηνικές οδηγίες" του Ρίτσου, για να βρεθούν τα πρόσωπα με το κατάλληλο physique, με ερμηνευτικό βάθος, με δυνατότητες να διδαχθούν και να αφομοιώσουν την ακριβή γλώσσα του σώματος, για την ολοκλήρωση του ποιητικού λόγου επί σκηνής, σύμφωνα με το όραμα του σκηνοθέτη.

Η Μαρία Τζανουκάκη, ευάλωτη, τρωτή, μελαγχολική, είναι το πρόσωπο της ήττας σε μια μάχη, που δεν δόθηκε ποτέ, η εικόνα του πόνου για επιλογές, που δεν έγιναν, για μια ζωή, που δεν βιώθηκε, που ξέφτισε από την αχρησία, όχι από κατάχρηση. Μαύρα ρούχα, σκιές ολόγυρα, σκιές μέσα της. Και μια καρδιά, που δεν ασπρίζει! Κουρασμένη πια, κάθεται πάντα "στα γόνατα τα Θεού", αντί στα γόνατα του Νέου, η Γυναίκα με τα μαύρα. Ηθελημένα ματαιωμένη, συνειδητά διαψευσμένη,  ευγνώμων για το τίποτε, με το οποίο πορεύθηκε και στο οποίο κατέληξε. Σαν μια αρκούδα, που δεν της έμεινε παρά ο αρκουδιάρης, για να γαντζωθεί πάνω του.                             


Ο Τάσος Χρυσόπουλος, με μια κατ' εξοχήν σωματική ερμηνεία, μια πλούσια γλώσσα σώματος, είναι η ίδια η ζωή. Στίβει την πέτρα, πατάει εδώ και τρίζει η γη ώς πέρα, χτυπάει παλαμάκια και χορεύει το σύμπαν. Μπορεί και πιάνει την ζωή απ' τα μαλλιά, μπορεί και παίζει τις γυναίκες, όλων των ηλικιών τις γυναίκες. Περιποιητικός κι αβρός την μια στιγμή, συγκρουσιακός, βίαιος, την άλλη. Χειριστικός. Ξέρει απ' αυτά ο Νέος.




 Σε ένα διακειμενικό κλείσιμο του ματιού, ο Νέος σβήνει ένα-ένα, τα κατά Καβάφη κεριά. Το κάνει τελετουργικά, σχεδόν ηδονικά. Είναι στην ηλικία, που σβήνει ακόμα τα κεριά των άλλων, όχι τα δικά του, όχι δα! Και φεύγει, ξέρει να φεύγει, φεύγει έγκαιρα, πριν σβήσει το τελευταίο... 


"Άφησέ με νάρθω μαζί σου..."
Ο Νέος δεν θα την αφήσει. Δεν θα την ενθαρρύνει ούτε θα την παροτρύνει να πάει μαζί του.
Αλλά κι εκείνη, η Γυναίκα με τα μαύρα, δεν θα το τολμήσει. Πάλι δεν θα το τολμήσει. Ούτε αυτό ούτε κι ο,τιδήποτε άλλο...  Όπως πάντα!


Η παράσταση "Η Σονάτα του σεληνόφωτος", σε σκηνοθεσία Σταμάτη Πακάκη, κάνει πρεμιέρα την Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου στο FAUST, στις 9 το βράδυ. 



Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020

POETRY CABARET από την Ομάδα PIANO FATALE


Το "καμπαρέ" ως κατηγορία νυχτερινής διασκέδασης έχει τις ρίζες του στο Παρίσι του τέλους του 19ου αιώνα. Δημοφιλής συνδυασμός θεάτρου, χορού, τραγουδιού και μουσικής, με τους θαμώνες να παρακολουθούν από το τραπέζι τους, δεν άργησε να εξαπλωθεί και σε άλλες χώρες με την ίδια επιτυχία, να διαφοροποιηθεί από άποψη περιεχομένου και στόχευσης, να συνδεθεί με την νύχτα στην ευρεία της έννοια: την νύχτα ως ατμόσφαιρα, την νύχτα ως πλέγμα δραστηριοτήτων όχι πάντα νόμιμων και θεμιτών, την νύχτα ως μυστηριακή υπόσχεση.




Δεν είναι πια πολλοί εκείνοι, που μπορούν να καυχηθούν ότι γνώρισαν την Αθηναϊκή άνθηση των καμπαρέ στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Ωστόσο, όλοι μας λίγο-πολύ είμαστε σε θέση να ανασυνθέσουμε την ατμόσφαιρά τους σε μια κατά βάσιν ασπρόμαυρη εκδοχή, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην συλλογική μας συνείδηση μέσα από τις κλασικές ταινίες του Ελληνικού κινηματογράφου ή τις νουβέλες του Γιάννη Μαρή... Και να φαντασθούμε μισοσκότεινους χώρους περί την Πλατεία Συντάγματος ή την Φωκίωνος Νέγρη, κυρίους με σμόκιν και παπιγιόν, κυρίες με απαστράπτοντα νυχτερινά φορέματα, μισοάδεια μπουκάλια από ουίσκυ και σαμπάνιες, καπνό από τσιγάρα και πούρα, κορίτσια με αισθησιακά (μη) ντυσίματα στην σκηνή, τραγουδιστές με πιθανόν λίγη, αλλά πάντα αισθησιακή, φωνή.
Πιο πρόσφατα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Γιώργος Μαρίνος άντλησε στοιχεία από την γενική ιδέα των καμπαρέ και ανανέωσε στα καθ' ημάς το είδος με την προσωπικότητά του, με το απαράμιλλο στυλ του, αλλά και με την πλάστιγγα του περιεχομένου να γέρνει προς την πλευρά μιας αιχμηρής κοινωνικοπολιτικής σάτιρας.






Και μετά; Μετά όχι πολλά πράγματα, καθώς ενέσκηψε η εποχή των μαζικών κέντρων διασκέδασης, των "ορθάδικων", της φύρδημ μίγδην διασκέδασης. Αλλά να που φέτος, τώρα, δηλαδή, 4 νέες κοπέλες, υπό την καθοδήγηση της Μαίης Σεβαστοπούλου και έχοντας στην διάθεσή τους έναν μικρό μεν αλλά πραγματικά "καμπαρετζίδικο" χώρο, αποφασίζουν να ασχοληθούν με το είδος και να καταθέσουν την δική τους πρόταση. Λόγω Αντικαπνιστικού Νόμου δεν υπάρχει θολούρα και καπνός από τσιγάρα, λόγω αλλαγής κοινωνικών συνηθειών και συνθηκών δεν υπάρχουν σμόκιν και παπιγιόν ούτε βραδυνές τουαλέτες, αλλά υπάρχει πολλή μουσική, πολλή ποίηση ή στιχουργική στα όρια της ποίησης και πολύ ταλέντο. Με δυό λόγια, στο POETRY CABARET, όπως τιτλοφόρησαν το εγχείρημά τους, υπάρχει η ουσία των καμπαρέ!







Το Red Jasper της οδού Κεφαλληνίας 18, στην ιστορική για την Αθηναϊκή νύχτα γειτονιά της Κυψέλης, έβαλε τον χώρο. Η Jo Soul, κατά κόσμον Γεωργία Αχιλλεοπούλου, σε δημιουργική σύμπραξη με την Βιργινία Μιχαήλ ανέλαβε το κύριο βάρος των ερμηνειών. Πρωτότυπα ποιητικά κείμενα σε απαγγελία ή μελοποιημένα, μαζί με τραγούδια λιγότερο ή περισσότερο γνωστά, συνδέονται δραματουργικά και υποστηρίζονται μουσικά από δύο δεξιοτέχνες μουσικούς, την ακορντεονίστα Λουκία Γκαρδιακού και την πιανίστρια Αγγελική Δέλλα.





Η Μαίη Σεβαστοπούλου, υπεύθυνη για τα κείμενα και την σκηνοθεσία, πήρε στα χέρια της έναν άυλο θησαυρό από ποιήματα και σχεδόν ποιήματα για τους απεγνωσμένους και τους έκπτωτους του έρωτα και της κοινωνίας. Τα έδεσε μεταξύ τους, όπως δένει κανείς πολύτιμα πετράδια σε ενιαίο κόσμημα, τα έστησε και τα παρέδωσε στην δημιουργική ομάδα των Piano Fatale. Από κει και πέρα όλα ήταν θέμα ψυχής και ταλέντου, που αφήνονται αυτόνομα να λειτουργήσουν στην σκηνή. 
Η Jo Soul διαθέτει μιαν εντυπωσιακού εύρους φωνή και μιαν ερμηνευτική δύναμη, που συχνά καθηλώνει, όπως στην περίπτωση του "Maybe this time", γνωστού από το κινηματογραφικό "Καμπαρέ" της Μινέλλι ή του "Alabama Song", των Brecht και Weil.
H Βιργινία Μιχαήλ, με την συνολική υπόκρισή της και, πρωτίστως, με μια πλούσια γλώσσα σώματος, δεν έπαψε στιγμή να γεννά συναισθήματα στην σκηνή, που περνούσαν αβίαστα στην πλατεία και στον εξώστη κι έφεραν τους θεατές-ακροατές σε ψυχική κοινωνία με εκείνους, που σε αγώνες κι έρωτες αναλώθηκαν και βασανίστηκαν - δηλαδή με όλους μας, με όλους όσοι βρίσκουμε στις μουσικές, στα τραγούδια, στα ποιήματα, μια διέξοδο στα αδιέξοδά μας.
Η Λουκία Γκαρδιακού και η Αγγελική Δέλλα έντυσαν γενναιόδωρα με την μουσική τους δεξιότητα τον πλούτο και την διαδοχή των συναισθημάτων, που αποτελούν την σπονδυλική στήλη της παράστασης, χωρίς να διστάσουν να φτάσουν κι ώς τον πυρήνα της, βάζοντας την δική τους πολύτιμη υποκριτική ή τραγουδιστική νότα, όπου χρειάστηκε. Αν ήμουν μουσικός, αν ήξερα από μουσική, θάχα μάλλον πολύ περισσότερα να πω. Αλλά δεν είμαι κι έτσι θα περιορισθώ να σημειώσω ότι διέκρινα ένα πολύ δυναμικό παίξιμο και στις δύο, που έδενε με τον δυναμισμό των ερμηνειών και γέμιζε τον χώρο του Red Jasper.




Έναν χώρο, που γεμίζει έτσι κι αλλιώς από κόσμο, γιατί στο μικρό μας καλλιτεχνικό σύμπαν τα νέα κυκλοφορούν γρήγορα κι από στόμα σε στόμα. Στην χθεσινή 2η παράσταση οι υπεύθυνοι δεν είχαν πού να βολέψουν τόσο κόσμο που εμφανίσθηκε στην πόρτα. Προλαβαίνετε, πάντως, δύο παραστάσεις ακόμα - αλλά να πάτε νωρίς!




           
         
 
GreekBloggers.com