Η πιο γνωστή φράση της "Σονάτας του σεληνόφωτος", μια σπαρακτική επωδός, που επανέρχεται σε διάφορα σημεία του δημοφιλέστερου και πιο οικείου ποιητικού μονόλογου του Γιάννη Ρίτσου. Μια επωδός που όσο πάει να αποφορτίσει τον δραματικό λόγο της Γυναίκας με τα μαύρα, άλλο τόσο στοιχειώνει όλους εμάς, καθώς βουλιάζουμε λέξη - λέξη, στίχο - στίχο, στην ανυπόφορη, μισοσκότεινη, καθημερινότητά της.
Η "Σονάτα του σεληνόφωτος" - Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1956 - αποτελεί μέρος της Συλλογής "ΤΕΤΑΡΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ" και είναι ένα από τα εμβληματικότερα ποιήματα του Ρίτσου και της Νεοελληνικής ποίησης γενικότερα. Τα "υποδόρια" θεατρικά της στοιχεία και ο ρέων λόγος του ποιητή, αυτή τούτη η τολμηρή σύλληψη της συνεύρεσης δύο διαμετρικά αντίθετων προσώπων σε ένα κλειστοφοβικό περιβάλλον, συνετέλεσαν ώστε ο μονόλογος να υπερβεί τα όρια της ποίησης και να γίνει με την πάροδο του χρόνου έργο ρεπερτορίου και αναφοράς, στο οποίο έχουν δοκιμασθεί ηθοποιοί, σκηνοθέτες και συνθέτες. Με διαφορετικές αναγνώσεις, διαφορετικές ερμηνείες και διαφορετικές προσεγγίσεις κάθε φορά, αλλά με την παράξενη γοητεία του πρωτότυπου κειμένου να παραμένει πάντα σταθερή παράμετρος.
Η πιο πρόσφατη προσέγγιση του έργου ανεβαίνει αυτές τις μέρες στο FAUST της οδού Αθηναΐδος από τον Σταμάτη Πακάκη, με την Μαρία Τζανουκάκη στον ρόλο της Γυναίκας με τα μαύρα και τον Τάσο Χρυσόπουλο στον ρόλο του Νέου. Ο Πακάκης ευθύς εξ αρχής ξεκαθαρίζει ότι καταθέτει μια νέα πρόταση, μιαν ανάγνωση του ποιήματος, που αξιοποιεί τα θεατρικά του στοιχεία και δημιουργεί σκηνική δράση, χωρίς, ωστόσο, να παρέμβει ούτε κατ' ελάχιστον στο πρωτότυπο.
Εκκινεί, φυσικά, από την θέση του αναγνώστη. Δεν ταυτίζεται με κανένα από τα δύο πρόσωπα του έργου. Ούτε με την Γυναίκα ούτε με τον Νέο. Παρακολουθεί την εξέλιξη ως τρίτος. Εξακριβώνει τις πληροφορίες του ποιητή για τον κύριο χαρακτήρα, αλλά διερωτάται για τον Νέο. Ποιός είναι, τι είναι, από πού έρχεται, ποιά τα κίνητρά του. Και, κυρίως, τι κάνει όσο η Γυναίκα μιλάει. Από το σημείο αυτό δίνει την θέση του στον σκηνοθέτη Πακάκη. Κι αρχίζει να ψάχνει, να βρίσκει, να χτίζει τον χαρακτήρα του "αδικημένου" ως σήμερα Νέου, ο οποίος, εκτός από βουβός, όπως τον θέλει ο ποιητής, παραμένει κατά κανόνα στις παραστάσεις είτε ανύπαρκτος είτε αόρατος είτε, στην καλύτερη περίπτωση, διακοσμητικός και αμήχανος. Κι αυτό είναι κάτι, που δεν είναι βέβαιο ότι το ήθελε ο Ρίτσος.
Νεώτερες μαρτυρίες και τεκμήρια στα κατάλοιπα του ποιητή υποδεικνύουν ότι ο Ρίτσος εμπνεύσθηκε την Γυναίκα με τα μαύρα, ακόμη και το σκηνικό της "Σονάτας" από την Ζωή Καρέλλη, αδελφή του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, και ποιήτρια όντως "θρησκευτικής πνοής" της Σχολής διανοουμένων της Θεσσαλονίκης.
Για τον Νέο οι άμεσες πληροφορίες, που δίνει ο Ρίτσος, είναι λιγότερες. Και μάλλον υπαινικτικές. Υπάρχει στην πραγματικότητα ή είναι πλάσμα της φαντασίας της; Ένας φανταστικός φίλος, εφευρημένος για να κυλάνε πιο απαλά κάτι δύσκολα βράδυα; Δεν φαίνεται νάχει ιδιαίτερη σημασία, στον βαθμό που ο Νέος είναι, τέλος πάντων, αφορμή κι αιτία για τον λόγο της Γυναίκας. Εμείς έτσι κι αλλιώς τον κάνουμε εικόνα στην ακμή του. Ανήκει στην εργατική τάξη, που, έστω κι ανομολόγητα, ασκεί σχεδόν πάντα κάποιου είδους γοητεία στην αστική τάξη και πιο πολύ στην παρακμασμένη αστική τάξη. Είναι ασφαλώς ωραίος, ρωμαλέος, αποπνέει αυτοπεποίθηση κι εκείνη την ιδιαίτερη, την κάποτε ωραία, αυθάδεια της νεότητας, της ανωριμότητας. Δεν χαριεντίζεται, δεν λικνίζεται πέρα δώθε. Διανύει την ηλικιακή περίοδο των προσδοκιών. Με το ένστικτο πλάθει όνειρα, με τα μπράτσα του χτίζει το μέλλον. Ο Νέος έχει μέλλον την ώρα που, στον αντίποδα, η Γυναίκα παρά μόνο παρελθόν. Κι αυτό χτισμένο με ματαιώσεις, με διαψεύσεις, με αποτυχίες απ' αυτές, που ονομάζουμε σοφία, πικρή σοφία, της ζωής.
Δύο κόσμοι απέναντι. Δυό άνθρωποι αντίκρυ. Ψάχνουν τα πατήματά τους. Η Γυναίκα με οδηγό την βεβαιότητα της φθοράς, ο Νέος με οδηγό την ψευδαίσθηση της αφθαρσίας.
Η πρώτη πρόκληση, στην οποία ανταπεξέρχεται ο Πακάκης, είναι η συμπλήρωση, το χτίσιμο, του χαρακτήρα του Νέου. Η επικέντρωση στον Νέο γίνεται για πρώτη φορά στην ιστορία των ανεβασμάτων της "Σονάτας". Στον βουβό Νέο, που πολλοί - όλοι! - έχουν αδίκως παραβλέψει και προσπεράσει, ο σκηνοθέτης διαβλέπει μια προσωπικότητα με την δική της δυναμική, έναν θεατρικό παράγοντα με την δική του θέση στην σκηνή, στην πλοκή. Όχι, δεν μιλάει, αφού έτσι τον θέλει ο ποιητής. Αλλά υπάρχει! Υπάρχει ανάμεσα στις λέξεις και στις φράσεις, γεμίζει με τα βλέμματα του και τις χειρονομίες του τα μικρά κενά μεταξύ των "στροφών" του ποιήματος. Προκαλεί τον λόγο, γεννά αισθήματα κι αισθήσεις, ωθεί την δράση. Και την αντίδραση!
Υπολανθάνει μεταξύ της Γυναίκας και του Νέου ένας ερωτισμός; Ώς ένα βαθμό οπωσδήποτε... Κι αυτό τους ενώνει ή τους χωρίζει; Ερωτηματικό! Αλλά ο Πακάκης δεν στέκεται εκεί, δεν περιορίζει σ' αυτό το πεδίο την ανάπτυξη των χαρακτήρων του Ρίτσου, αφού ούτε κι ο ποιητής δεν μένει αποκλειστικά εκεί. Αντίθετα, στήνοντας σταδιακά την περσόνα του Νέου, ανοίγει το πεδίο όλο και πιο πολύ, με κάθε επί μέρους στροφή του ποιήματος που την ανάγει σκηνικό επεισόδιο. Κι έτσι κάνει τότε αυθεντικό κι αποτελεσματικό θέατρο πάνω στην δυναμική δύο τροχιών που, αντί νάναι παράλληλες κι ασύμπτωτες, αυτές διασταυρώνονται. Και σπιθίζουν!
Στο σημείο αυτό εντοπίζεται η δεύτερη και μάλλον κύρια πρόκληση, στην οποία ανταπεξέρχεται επιτυχώς η σκηνοθεσία. Ανεξάρτητα από την διαχρονική γοητεία και αξία της "Σονάτας", κάθε νέο ανέβασμα πρέπει νάχει λόγο και αιτία, κάθε νέα πρόταση πρέπει να έχει κάτι καινούριο να συνεισφέρει ή να αναδείξει. Ο σκηνοθέτης αντιλαμβάνεται ότι τον πυρήνα της "Σονάτας" διατρέχουν σε διαρκή αντίστιξη κρίσιμα αντιθετικά σχήματα, αλληλοσυγκρουόμενοι δυϊσμοί, αλληλεπιδρώντα δίπολα: φως-σκοτάδι, άσπρο-μαύρο, φθορά-αφθαρσία, ζωή-θάνατος, νιάτα-γηρατειά, μοναξιά-συντροφικότητα, ερωτισμός-παρθενία, εργατική τάξη-αστική τάξη, άνδρας-γυναίκα, πόθος-καταστολή, ελευθερία-υποτέλεια. Μέσα από αυτά τα αιώνια δίπολα και τους συμβολισμούς τους, την τριβή τους, τις συγκρούσεις τους, τις αλληλεπιδράσεις τους, ο Ρίτσος περνάει μηνύματα και προτάγματα, που θεωρούσε μείζονα και κεντρικά για το άτομο, την κοινωνία, την τέχνη. Κι αν ο Πακάκης, με την νεωτερική του πρόταση, έρχεται και τα αναδεικνύει ανάγλυφα, είναι επειδή, 60 χρόνια μετά, παραμένουν μείζονα και κεντρικά!
Η παράσταση στο Faust, όμως, δεν ευτύχησε μόνον στην στόχευση, αλλά και στην διανομή. Σημαντικό είναι πως αντλήθηκαν στοιχεία απ' ευθείας από τις "σκηνικές οδηγίες" του Ρίτσου, για να βρεθούν τα πρόσωπα με το κατάλληλο physique, με ερμηνευτικό βάθος, με δυνατότητες να διδαχθούν και να αφομοιώσουν την ακριβή γλώσσα του σώματος, για την ολοκλήρωση του ποιητικού λόγου επί σκηνής, σύμφωνα με το όραμα του σκηνοθέτη.
Η Μαρία Τζανουκάκη, ευάλωτη, τρωτή, μελαγχολική, είναι το πρόσωπο της ήττας σε μια μάχη, που δεν δόθηκε ποτέ, η εικόνα του πόνου για επιλογές, που δεν έγιναν, για μια ζωή, που δεν βιώθηκε, που ξέφτισε από την αχρησία, όχι από κατάχρηση. Μαύρα ρούχα, σκιές ολόγυρα, σκιές μέσα της. Και μια καρδιά, που δεν ασπρίζει! Κουρασμένη πια, κάθεται πάντα "στα γόνατα τα Θεού", αντί στα γόνατα του Νέου, η Γυναίκα με τα μαύρα. Ηθελημένα ματαιωμένη, συνειδητά διαψευσμένη, ευγνώμων για το τίποτε, με το οποίο πορεύθηκε και στο οποίο κατέληξε. Σαν μια αρκούδα, που δεν της έμεινε παρά ο αρκουδιάρης, για να γαντζωθεί πάνω του.
Ο Τάσος Χρυσόπουλος, με μια κατ' εξοχήν σωματική ερμηνεία, μια πλούσια γλώσσα σώματος, είναι η ίδια η ζωή. Στίβει την πέτρα, πατάει εδώ και τρίζει η γη ώς πέρα, χτυπάει παλαμάκια και χορεύει το σύμπαν. Μπορεί και πιάνει την ζωή απ' τα μαλλιά, μπορεί και παίζει τις γυναίκες, όλων των ηλικιών τις γυναίκες. Περιποιητικός κι αβρός την μια στιγμή, συγκρουσιακός, βίαιος, την άλλη. Χειριστικός. Ξέρει απ' αυτά ο Νέος.
Σε ένα διακειμενικό κλείσιμο του ματιού, ο Νέος σβήνει ένα-ένα, τα κατά Καβάφη κεριά. Το κάνει τελετουργικά, σχεδόν ηδονικά. Είναι στην ηλικία, που σβήνει ακόμα τα κεριά των άλλων, όχι τα δικά του, όχι δα! Και φεύγει, ξέρει να φεύγει, φεύγει έγκαιρα, πριν σβήσει το τελευταίο...
"Άφησέ με νάρθω μαζί σου..."
Ο Νέος δεν θα την αφήσει. Δεν θα την ενθαρρύνει ούτε θα την παροτρύνει να πάει μαζί του.
Αλλά κι εκείνη, η Γυναίκα με τα μαύρα, δεν θα το τολμήσει. Πάλι δεν θα το τολμήσει. Ούτε αυτό ούτε κι ο,τιδήποτε άλλο... Όπως πάντα!
Η παράσταση "Η Σονάτα του σεληνόφωτος", σε σκηνοθεσία Σταμάτη Πακάκη, κάνει πρεμιέρα την Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου στο FAUST, στις 9 το βράδυ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου