Στην δημιουργική διασκευή της Μαργαρίτας Δαλαμάγκα - Καλογήρου, η διαχρονική "Νανά" του Ζολά, μετουσιώνεται σε μια κυνική, ελευθερίων ηθών, γυναίκα, που ζει στην Αθήνα της τελευταίας φάσης της Απριλιανής δικτατορίας. Η πόλη γύρω της βράζει, το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο εκρηκτικό, αλλά η Νανά δεν πτοείται, τίποτε δεν μοιάζει να την αγγίζει. Γνωρίζει την μοιραία ερωτική έλξη, που ασκεί, και την εκμεταλλεύεται. Ζευγαρώνει με ό,τι κινείται και μπορεί να της αποφέρει κέρδη, κατανικά την ένδεια, αναρριχάται κοινωνικά.
Η ελκυστική γυναίκα χωρίς ενδοιασμούς, φραγμούς και αναστολές φαίνεται να είναι πάντα σε θέση, με τα κάλλη και το πάθος της, να ξεκλειδώσει το σύμπαν της πατριαρχίας, να καταστήσει τους άντρες υποχείρια, μηχανές παραγωγής χρήματος, μοχλούς κοινωνικής ανόδου. Ασφαλώς όλα αυτά συνεπάγονται συχνά μια ζωή στην κόψη, έχουν ένα τίμημα που αντανακλάται σε μικρότερη ή μεγαλύτερη έκπτωση της ηθικής προσωπικότητας. Τίμημα, που πάντα καταβάλλεται, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ενεργή ή ανενεργή ηθική προσωπικότητα, ανεξάρτητα από το αν συνειδητοποιείται ή όχι η ηθική έκπτωση και οι συνέπειές της.
Οι θεατές της παράστασης "Νανά", που έχει ανέβει, σε σκηνοθεσία Ανδρονίκης Αβδελιώτη, στο "ΑΓΓΕΛΩΝ ΒΗΜΑ" (Σατωβριάνδου 36, ακριβώς πίσω από την Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου), παρακολουθούν αυτόν τον σταθερό, σταδιακό, ξεπεσμό της ηρωίδας. Ξεπεσμό, που αντανακλά και τον ξεπεσμό μιας κοινωνίας, ή, έστω, ενός συγκεκριμένου, αλλά όχι αμελητέου, κομματιού της, που, στην περίπτωση της Ελληνικής διασκευής του έργου, είδε το καθεστώς των Συνταγματαρχών ως ευκαιρία να παραγκωνίσει την προηγούμενη "καθώς πρέπει" άρχουσα τάξη και να αναρριχηθεί σε οικονομικά προνομιούχο θέση. Όσο οι Συνταγματάρχες καθάριζαν το τοπίο από ενοχλητικούς πολιτικοκοινωνικούς ιδεολόγους και διανοούμενους, όσο ακύρωναν τους κατεστημένους ηθικούς κώδικες, ένα νέο κοινωνικό στρώμα έβγαινε μπροστά και διεκδικούσε τα αμφιλεγόμενα πρωτεία της εποχής.
Στο "πρώτο τραπέζι" εκείνων των χρόνων κάθονταν πρόσωπα από το πουθενά, αεριτζήδες, χαφιέδες, άνθρωποι της νύχτας και των παρασκηνίων, απατεώνες μικρότερου ή μεγαλύτερου βεληνεκούς. Κι όταν το καθεστώς κατέρρευσε, οι πρωταίτιοι τιμωρήθηκαν, αλλά πολλά κρύφτηκαν κάτω από το χαλί. Πολλοί ωφεληθέντες έμειναν στο απυρόβλητο, διατηρώντας τα οικονομικά και άλλα οφέλη, που αποκόμισαν. Η ζημιά του κοινωνικού ιστού από την επταετή διάβρωση δεν αποκαταστάθηκε με τα μπαλώματα, που έγιναν ασύντακτα εδώ κι εκεί, και το τίμημα ήταν η οικονομική και ηθική κρίση που σοβούσε ώς το 2010, οπότε και ξέσπασε.
Στον επώνυμο ρόλο, μια εξαιρετική Ελένη Κερολάρη - Νανά, στροβιλίζεται δίχως ενοχές στο κέντρο ενός κύκλου ακριβώς τέτοιων χαρακτήρων. Ανοίγει τα πόδια της και διεκδικεί το μερτικό της από τις αρπαχτές, που βρίσκονταν στον πυρήνα του "οικονομικού θαύματος" της χούντας. Ένας βγαίνει κι άλλος μπαίνει στο σπίτι της, στο κορμί της. Ο καθένας με το παρελθόν και το ιστορικό του, ο καθένας με τον σκοπό του κι αυτή με τον δικό της. Δεν έχει μπέσα, δεν έχει τύψεις, δεν έχει δεύτερες σκέψεις. Χειριστική, διεγερτική, αεικίνητη, φωνασκεί - για να "μπουκώσει" ίσως τις εσωτερικές φωνές της συνείδησής της, για να πείσει και τον ίδιο της τον εαυτό για τις επιλογές της, για να μη δώσει την ευκαιρία σε άλλους να εκφράσουν αντιρρήσεις; Δεν έχει τόση σημασία. Οι φωνές, η αποφασιστικότητα, η ισχυρή πεποίθηση ότι κάνει αυτό, που θέλει, που χρειάζεται, που πρέπει, οι νευρώδεις κινήσεις, καθώς ντύνεται ή γδύνεται, καθώς κινείται στον ζωτικό της χώρο, η προκλητική γλώσσα του σώματος, όλα αυτά μαζί είναι ο χαρακτήρας της, η ιδιοσυγκρασία της, η νοοτροπία της. Τάχει δουλέψει και τάχει αφομοιώσει τόσο η Ελένη Κερολάρη, ώστε έχει γεννήσει μιαν αυθεντική και πλήρη Νανά στην σκηνή του "ΑΓΓΕΛΩΝ ΒΗΜΑ".
Δίπλα της, ο Αλέξιος Κοτσώρης - Μηνάς, ένας από τους πολλούς εραστές, εύθραυστος, έτοιμο, πρόθυμο, θύμα. Ο πιο ευαίσθητος εραστής, ο πιο άβγαλτος, ο πιο μαλθακός, ο πιο σε επικίνδυνη ηλικία για να συνθλιβεί από ένα απερίσκεπτο πάθος. Και συνθλίβεται... Εμφανώς ο Αλέξιος Κοτσώρης υποφέρει, τύπτεται, καθώς τραβάει τον ανήφορο της επιλογής του ώς το τέλος.
Ο Άρης Ηλίας Τοπάλογλου κρατάει τον ρόλο του νεώτερου από τους άντρες της Νανάς. Τρυφερός μα και άγαρμπος. Ορμητικός και ατίθασος. Σχεδόν παιδί σχεδόν άντρας. Ο Τοπάλογλου ισορροπεί δεξιοτεχνικά ανάμεσά τους, ισορροπεί με τις κινήσεις του, με την εκφορά και τον χρωματισμό του λόγου, με το βλέμμα. Στην περίπτωσή του μιλάμε για την ακριβή διεκπεραίωση μιας άσκησης ισορροπίας πάνω στην γραμμή της αμφιταλάντευσης ανάμεσα στην μητέρα και στην ερωμένη, στην γραμμή της αναζήτησης της μητέρας στην ερωμένη.
Ο Βασίλης Σαμαριτάκης διαθέτει το physique του ανθρώπου της νύχτας, που κινείται με άνεση στα κυκλώματα, που λειτουργούν στο ημίφως των νυχτερινών κέντρων.
Το ίδιο ισχύει και για τον Νίκο Αναγνωστόπουλο, στον ρόλο του λαϊκού παιδιού, του macho, του σκληρού άντρα και εραστή. Και οι δύο έχουν όλο το πακέτο του παρουσιαστικού και των κινήσεων. Μικρές λεπτομέρειες στην αμφίεση, στην στάση του σώματος, στην συμπεριφορά ολοκληρώνουν εξωτερικά τους χαρακτήρες τους. Θα ήθελα, όμως, λίγο περισσότερο νεύρο, κάπως πιο κοφτό λόγο, μια αμεσότερη αίσθηση timing, που, νομίζω, θα ταίριαζε περισσότερο στην ιδιοσυγκρασία των δύο ρόλων, που υποδύονται. Οι ρόλοι τους είναι κομβικοί για το έργο, είναι χαρακτηριστικοί για την εποχή και θα γίνονταν λίγο πιο ανάγλυφοι με μια μεγαλύτερη ένταση υποκριτικής. Για παράδειγμα, οι σκηνές, όπου ξαφνικά ο Νίκος Αναγνωστόπουλος "ανεβάζει στροφές", φέρνουν τους θεατές στην άκρη του καθίσματος να αγωνιούν, κάνουν επώδυνα σάρκινο τον χαρακτήρα, δείχνουν ξεκάθαρα την δυναμική και του ρόλου και του ηθοποιού.
Οι μικρότεροι ρόλοι των γυναικών, που άμεσα ή έμμεσα κινούνται ως δορυφόροι γύρω από τον κεντρικό χαρακτήρα της Νανάς είναι όλοι καλοδουλεμένοι και πειστικοί, με το δικό του χρώμα ο καθένας. Ιδιαίτερα, η Αθηνά Μαυρομάτη είναι επιβλητική τόσο με τον λόγο όσο και με τις σιωπές της, τραβάει τα βλέμματα, καθιστά εύγλωττες ακόμη και τις βουβές σκηνές της.
Η Ανδρονίκη Αβδελιώτη, αναλαμβάνοντας την σκηνοθεσία - καθώς και τα σκηνικά και τα κοστούμια, σε συνεργασία με τον Νίκο Μαρμαροτούρη - αναμφίβολα μελέτησε τόσο τους χαρακτήρες όσο και την εποχή, στην οποία τοποθετείται το έργο. Η εποχή αυτή, δεν είναι τόσο μακρινή, αλλά, παρ' όλ' αυτά, απέχει έτη φωτός από την σημερινή. Τα διαφορετικά ρούχα, οι διαφορετικές συμπεριφορές, το περίπλοκο πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον στα τέλη της δικτατορίας, οι διαφορετικοί κώδικες επικοινωνίας, έχουν αφομοιωθεί στο ανέβασμα, διαμορφώνουν ατμόσφαιρα, μετέχουν άμεσα ή έμμεσα στην πλοκή - κάτι που δείχνει επιμελή προσέγγιση και πολλή λεπτοδουλειά. Σπουδαίοι, επίσης, και οι φωτισμοί του Βασίλη Κλωτσοτήρα, που συγκροτούν έναν δικό τους πρωταγωνιστικό δραματικό ρόλο σε πολλές από τις επί μέρους σκηνές του έργου.
Η πολυσυζητημένη λογοτεχνική προσωπικότητα της "Νανάς" μας έρχεται από το μακρινό 1880 και την Γαλλία του Εμίλ Ζολά. Η πρόταση Καλογήρου-Αβδελιώτη, που μας την συστήνει ως θεατρικό πρόσωπο και την τοποθετεί στην Αθήνα του ΄70, αποδεικνύει, αν μη τι άλλο, ότι πρόκειται πράγματι για μια κλασική περσόνα, που ξεπερνάει τους γεωγραφικούς και εποχικούς περιορισμούς. Πάνω σ' αυτό το υπόβαθρο έρχεται να πατήσει η σωματική ερμηνεία της Ελένης Κερολάρη, να προσδώσει σάρκα και οστά στην Νανά, να την κάνει όχι απλώς οικεία ή αναγνωρίσιμη, αλλά και απτή, ακόμα και επιθυμητή. Κι αυτή είναι η μεγάλη επιτυχία της παράστασης στο "ΑΓΓΕΛΩΝ ΒΗΜΑ".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου